Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

♥ Love story [πιο λοβ δε γίνεται...]

Είναι ζευγάρι για μισόν αιώνα. Στις πλάτες τους βαραίνουν εβδομήντα χρόνια ζωής, γεμάτα μόχθο και βάσανα. Τα ένσημα τους είναι βαρέα-ανθυγιεινά. Τα εύσημά τους δυο ζευγάρια πνευμόνια, γεμάτα σκόνη από  μπαμπάκι και νήματα. Κλωστοϋφαντουργός αυτός κι εκείνη μιτώστρα στα υφαντουργεία της Νέας Ιωνίας.  Αγαπηθήκανε κάτω απ’ τους χνουδιασμένους  τοίχους ενός εργοστασίου και υπό τους θηριώδεις ήχους των αργαλειών. Ορκίστηκαν πως θα πεθάνουν μαζί, έξω απ’ τα κάγκελα ενός χαμόσπιτου, στα προσφυγικά της περιοχής. Μια νύχτα με φεγγάρι, που μοσχομύριζε νυχτολούλουδο.  Με φτωχικές διαδικασίες, ξεκίνησαν την κοινή τους ζωή στο «Μέγαρο Μαξίμου», όπως της είπε χαριτολογώντας,  όταν την πρωτοπήγε σπίτι του.

Στο υποτυπώδες «Μέγαρο» θεμελιώσανε  το πιο ανθεκτικό καθεστώς στο χρόνο. Μοιράσανε ρόλους κι αρμοδιότητες και ριχτήκανε στη δουλειά. Αξιώθηκαν να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν παιδιά και να κρατήσουν στην αγκαλιά τους εγγόνια. Στη μικρή αυλή του «Μεγάρου»,  ζήσανε σπουδαίες στιγμές. Σμιξίματα, τρυφερά ταΐσματα στον ίσκιο της συκιάς, παραμύθια, μια αυτοσχέδια κούνια για τα παιδιά κι αργότερα για τα εγγόνια τους, στοχασμοί και γλέντια. Κι ένα μικρό μποστάνι, όσο το περιορισμένο εμβαδόν της ζωής τους το επέτρεπε. Πάντα εύφορο, καλοσυντηρημένο και γεμάτο λουλούδια και κηπευτικά. Ζαρζαβατικά, σύκα, κληματόφυλλα και τσαμπιά φορτωμένα σταφύλια.  Με προσήλωση και σεβασμό στο χώμα που τους χάριζε τους καρπούς του και με αξιοζήλευτο πλάνο οικονομίας, ώστε να εκμεταλλεύονται τα εγχώρια προϊόντα τους.  

Κι ας περάσαμε απ’ την εποχή των «περήφανων γηρατειών», στην εποχή της κατάθλιψης και του ευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Συνεχίζουν να καλλιεργούν το μποστάνι της αξιοπρέπειας και της αγάπης τους. Κι ας έχουν βιώσει ληστρικές επιδρομές των σύγχρονων βαρβάρων, κι ας είναι η σύνταξή τους κατακρεουργημένη κι ας στριμώχνονται κάθε πρωινό Δευτέρας στο κοινωνικό παντοπωλείο για δυο σακούλες τρόφιμα και λίγα φάρμακα. Κι ας έχουν κυρτώσει  οι ώμοι τους κι ας έχουν γίνει  τα άκρα τους  σαν πληγωμένα δάχτυλα μπαλαρίνας.

Τα απογεύματα, σέρνουν ακόμα τα βήματά τους ως το τραπεζάκι κάτω απ’ την κληματαριά. Εκείνος ποτίζει τους βασιλικούς και μαζεύει τα ξερά φύλλα στα πεζούλια κι εκείνη ψήνει καφεδάκι στο γκάζι. Ιεροτελεστία! Ο ήχος των φλιτζανιών πάνω στα πιατέλα τους, το δροσερό νερό στα ποτήρια και οι διαμαρτυρίες του μόλις τη βλέπει να βγάζει γλυκό του κουταλιού. «Πάλι συκαλάκι έσιαξες; Το ζάχαρο δεν το σκέφτεσαι. Κι ύστερα θα μαλώσουν. Ως εκεί που είναι βαθιά χαραγμένες οι «κόκκινες γραμμές» του καθενός. Βήμα παραπέρα! Κι απάνω στον καυγά, θα φυσήξει ένα αεράκι.  Όση ώρα εκείνος θα της γκρινιάζει, εκείνη θ’ ακροπατήσει ως την κρεβατοκάμαρα. Θα ξαναγυρίσει με μια μάλλινη ζακέτα. «Ρίξε κάτι απάνω σου, έπιασε ψύχρα…».

Ας ήταν τρόπος να τους πήγαινα στο αυθεντικό Μέγαρο.
«Αξιότιμοι Πολιτευτές, σας παρουσιάζω τον Ηλία και την Χρυσαυγή. Αν επιθυμείτε, σας κάνουν δωρεάν σεμινάρια οικονομίας, σωστής διαχείρισης, πατριωτισμού, αφοσίωσης και συνέπειας. Σας μαθαίνουν βήμα-βήμα πώς στήνεται ένα νοικοκυρεμένο σπιτικό και  πώς  εξοικονομείτε πόρους,  δουλεύοντας τη γη. Πως το αίμα κι η τιμή δεν είναι προϊόντα μίσους, αλλά επώδυνης και μακρόχρονης δουλειάς. Πως το success story δεν καταχτιέται από τεχνοκράτες που ξέρουν μόνο να βαράνε τα πλήκτρα του ακριβού φορητού τους. Μα από ανθρώπους που έχουν μια στοίβα καρτέλες ενσήμων. Βαρέα-ανθυγιεινά!»



Σημείωση: Η ιστορία του Ηλία και της Χρυσαυγής είναι αληθινή και συμμετείχε παλιότερα στο παιχνίδι λέξεων της Φλώρας (texnistories). Στον απόηχο της χτεσινής φιέστας των ερωτευμένων, ας πούμε ότι είναι ένας μικρός φόρος τιμής στους γνήσιους εραστές της ζωής. 
[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Το κόκκινο νυφικό [συλλογικό διήγημα]

//Συνέχεια απ’ το προηγούμενο κεφάλαιο:
«…Στο μεγάλο σφραγισμένο μπαούλο έχω κλεισμένο το νυφικό μου, μητέρα. Σ' έναν μήνα από τώρα θα ντυθώ νύφη στο πλάι του Χέρμπερτ. Ως τότε θα πρέπει να προσέχω πολύ, αφού μέσα στην κοιλιά μου μεγαλώνει το παιδί του. Αυτό το μυστικό δεν πρέπει να το μάθει πριν από τον γάμο, η Βέρα η μητριά μου και αδερφή τού Χέρμπερτ, αν δεν θέλω να βαφτεί το νυφικό κόκκινο»…//

Κεφάλαιο 5: “Η κυρά της λίμνης”
 

-        -  Εσύ είσαι η περιβόητη Άλις λοιπόν?
Η παιδική φωνή διέκοψε τις εκμυστηρεύσεις της στα σκούρα νερά της λίμνης. Γύρισε τρομαγμένη στο νεαρό εισβολέα που την παρατηρούσε ερευνητικά, με τα χέρια του χωμένα βαθιά στις τσέπες. Ένα ξανθομάλλικο αγόρι με μάλλινη τραγιάσκα και μάτια που πετούσαν σπίθες.
-         - Τσαρλς…ο μικρός αδερφούλης σου ντε!...
-         - Α ναι…είσαι ο…
-        -  Ο γιόκας του μπαμπάκα σου, πέσ’το!
-        -  Άλις, η μεγάλη σου αδερφή. Χάρηκα για τη γνωριμία μας Τσαρλς!

Το χέρι της έμεινε μετέωρο μπροστά στο ψυχρό βλέμμα του μικρού, πιο παγωμένο κι απ’ τα νερά της λίμνης.
-         - Ψέματα!...όλοι λένε ψέματα εδώ μέσα!... κι εσύ σαν κι αυτούς είσαι!
-         - Σε παρακαλώ να μιλάς καλύτερα μικρέ! Τι θράσος!... κι ακόμα δε γνωριστήκαμε!
-        -  Μπα; Τσαντίστηκε η κόμισα; Και πώς να σου μιλάω δηλαδή; Ξέρεις τι τραβάω εγώ για σένα;...
-         - Τσαρλς!... Τι γυρεύεις τέτοια ώρα εκεί έξω;… έλα γρήγορα πάνω!...
Η φιγούρα της Βέρας πρόβαλε απειλητική πίσω απ’ τις δαμασκηνές κουρτίνες του παραθυρόφυλλου.

-       -   Τα λέμε αύριο κυρία κόμισα… έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δυο!...
-        -  Μια στιγμή!... τι έχουμε να πούμε;
-         - Νομίζεις δεν άκουσα τι ψιθύριζες στην κυρά της λίμνης; Όλα τ’ άκουσα… Όλα!
-         - Τι άκουσες δηλαδή;… ποια κυρά της λίμνης;… για όνομα του Θεού Τσαρλς, τι εννοείς;
-         - Τη μάνα σου ντε!...αυτή με το κόκκινο φουστανάκι στην πέτρα της λίμνης…
-         - Και πού την ξέρεις εσύ τη μάνα μου;
-         - Χα!...πού την ξέρω λέει… αυτή η ζωγραφιά στο…
-         - Τσαρλς!... έλα αμέσως στο σπίτι!...

Ο μικρός δρασκέλισε σαν ελάφι το μονοπάτι, με το φακιδιάρικο πρόσωπό του αλλοιωμένο απ’ την αγωνία. «Αν και αυθάδης, έφυγε σα βρεγμένη γάτα», σκέφτηκε η Άλις. Κεραυνοβολημένη απ’ την απροσδόκητη παρουσία του, προσπάθησε να βάλει μια τάξη στις σκέψεις της. Τι άκουσε άραγε ο μικρός;… ποια κυρά της λίμνης;… η ζωγραφιά… ποια ζωγραφιά;… τι έχει να συζητήσει μ’ ένα μικρό αγόρι που δεν τους ενώνει παρά το κοινό σπέρμα του πατέρα τους;… γιατί τον φώναξε τόσο αυταρχικά η Βέρα;… ήταν σχεδόν… έντρομη. 

Η νύχτα είχε αγκαλιάσει για τα καλά το τοπίο κι αν δεν ήταν το μισογεμάτο φεγγάρι ν’ αντανακλά ασημιές ανταύγειες στην επιφάνεια της λίμνης, δύσκολα θα διέκρινε το μονοπάτι της επιστροφής. Ανατρίχιασε όταν πάτησε την πέτρα που προεξείχε σα μικρός βατήρας πάνω απ’ τα νερά. Λες κι ο χρόνος τη λείανε  για να φιλοξενεί τους παρατηρητές της λίμνης. Αυτούς που ερευνούν υγρά ναυάγια κάτω απ’ τις άγουρες πέτρες…

Ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα προς το δωμάτιο της, παρατήρησε κάτι που θα το ανακαλούσε μεταγενέστερα. Η προέκταση της σκάλας που παλιά οδηγούσε σ’ ένα χαμηλοτάβανο δώμα, τώρα είχε καλυφτεί με πορσελάνινα διακοσμητικά και μπρούτζινα αγαλματίδια, εμποδίζοντας έτσι την πρόσβαση προς τα πάνω.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο ένιωσε ασφυξία•  οι οδυνηρές αναμνήσεις των παιδικών χρόνων τυλίχτηκαν σαν πλοκάμια πάνω της• ενοχές που δεν βοήθησε τη μητέρα της, κι ας ήταν μόλις δέκα χρονών όταν την αντίκρισε πεσμένη στις εκβολές της λίμνης...πώς βρέθηκε άραγε εκεί έξω μοναχή της;... θυμάται ένα χέρι να την τραβάει βίαια... ήταν όμως τόσο σοκαρισμένη απ’ το θέαμα του άψυχου κορμιού, που ο χρόνος πάγωσε ξαφνικά, διαγράφοντας όλες τις άλλες εικόνες εκείνης της βραδιάς… μάταια βασανιζόταν ν’ ανακαλέσει μνήμες κι αυτό τη βύθιζε ολοένα σε πελάγη τύψεων.

Η Άλις μεγάλωσε προσκολλημένη στην προσωπική της διαπίστωση πως η μητέρα της χάθηκε ανορθόδοξα. Έχοντας στην ουσία εκτοπιστεί απ’ το σπίτι και τη νέα οικογένεια του πατέρα της, η μοναξιά στοίχειωσε τη ζωή της και ολοένα εξελισσόταν σ’ ένα επικίνδυνο τοξικό κοκτέιλ που της δηλητηρίαζε την ψυχή. Θλίψη για την ταχύτητα και την ευκολία που ξεχάστηκε η ευαίσθητη μητέρα της –λες και δεν υπήρξε ποτέ σ’ αυτό το σπίτι- ζήλεια για την υπερφίαλη μητριά της, οργή για την απροσχημάτιστη προσήλωση του πατέρα της στο αρσενικό του απόκτημα και μια  εκρηκτική εφηβεία με υστερικά ξεσπάσματα και ανομολόγητα ερωτήματα. Το μόνο παρήγορο που τιθάσευε το θυμό της, ήταν το έμπρακτο ενδιαφέρον του πατέρα της να τη μορφώσει. Θυμήθηκε μάλιστα, την εμμονική του αγάπη για τη ζωγραφική· τις εκβιαστικές του παροτρύνσεις να ξεκινήσει μαθήματα, στο πλάι ενός φτασμένου νεαρού ζωγράφου που ερχόταν καθημερινά στο σπίτι της γιαγιάς της.

«Θα κάνω πρόβα στο νυφικό»… σκέφτηκε πως αυτό θα τη χαλάρωνε. «Όσο πας και φουσκώνεις Άλις...δε θα χωράς σ’ ένα μήνα…», μονολόγησε στον ολόσωμο καθρέφτη. Κουμπώνοντας τη μικρή πέρλα στο σβέρκο της, παρατήρησε ένα σημάδι στο είδωλο του τοίχου• ένα παραλληλόγραμμο καθαρό πλαίσιο που ξεχώριζε πάνω στη φθαρμένη ταπετσαρία. Θυμήθηκε ξαφνικά το παλιό κάδρο.  Προφανώς το αφαίρεσαν πρόσφατα, αφού η ταπετσαρία ήταν σχεδόν άθικτη σ’ αυτό το σημείο. Ίσως να απομακρύνθηκε εν όψει της άφιξής της... «Ίσως ο μικρός, να εννοούσε αυτόν τον πίνακα».... σκέφτηκε αποσβολωμένη.

-      -    Ήταν η μητέρα μου στον πίνακα, σωστά μις Σάλι;
-         - Ποιον πίνακα κούκλα μου;
-         - Μια γυναικεία φιγούρα που καθόταν στην άκρη της λίμνης...
-         - Μπααα... δε θυμάμαι κάτι…
-         - Μα πως;… είμαι σίγουρη για την ύπαρξή του… η μητέρα που καθόταν στην άκρη της λίμνης… κράταγε μάλιστα κι ένα λουλούδι...
-         - Αχ… άρχισε να ξεχνάει η νταντά σου κορίτσι μου… δε θυμάμαι να είχαμε τέτοιο πράμα στο σπίτι… δε πάμε μια βόλτα στον κήπο να σου δείξω τα παρτέρια με τις βιολέτες;

Καθώς περπατούσαν αγκαζέ στις βραγιές και τους ανθώνες, η Άλις διαπίστωσε πως η αγαπημένη της νταντά έγινε ξαφνικά νευρική κι η φωνή της έχασε τη γαλήνια χροιά της. Η ίδια νευρικότητα κυρίευσε και την ίδια, όταν πήρε το μάτι της μια κουρτίνα να παραμερίζεται σε κάποιο παράθυρο του σπιτιού, αλλά να επανέρχεται γρήγορα στη θέση της, μόλις γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος εκείνο.


-         Και βέβαια θυμάμαι το πορτρέτο της μητέρας σου Άλις... άλλωστε, εγώ πλήρωσα τον ζωγράφο που το φιλοτέχνησε.
-        Και γιατί λείπει απ’ το δωμάτιο μου;
-         Μη λες ανοησίες Άλις! Ποτέ δεν ήταν στο δωμάτιο σου αυτός ο πίνακας …
-        Έστω...πού βρίσκεται τώρα;
-         Γιατί ρωτάς;
-         Θέλω ένα ενθύμιο της μητέρας μου, πού είναι το περίεργο;
-        Λυπάμαι Άλις… ο πίνακας καταστράφηκε μαζί με άλλα έργα τέχνης, σε μια παλιότερη φωτιά στο πατάρι… ήθελα κάποτε να στον παραδώσω, αλλά τα γεγονότα βλέπεις...



Μάταια προσπάθησε να εντοπίσει τον Τσαρλς στη διάρκεια της μέρας. Αν δεν έβρισκε ένα χαρτάκι σφηνωμένο στην πόρτα της, θ’ ανησυχούσε σοβαρά για τον ετεροθαλή της αδερφό. Το ξεδίπλωσε με αγωνία. Δεν ήταν παρά μια σκισμένη σελίδα από ένα παιδικό βιβλίο με γρίφους:
"Η αλήθεια είναι ψηλά
και τα μυστικά βαθιά,
ανεβαίνεις-κολυμπάς...


"... στο ναυάγιο της κυράς..." άκουσε τον εαυτό της να παραφράζει την τελευταία στροφή του γρίφου. Εκείνη τη στιγμή, θα έπαιρνε όρκο ότι ο  αποστολέας ήταν ο μικρός αδερφός της. "Όλα θα ξεκαθαρίσουν αύριο... έχουμε να πούμε πολλά μ' αυτό το παιδί"...

Το επόμενο πρωινό, την ενημέρωσαν πως ο μικρός έφυγε εσπευσμένα για το Ντέβον, προκειμένου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις. Γρήγορα όμως θα διαπίστωνε πως το κωδικοποιημένο του σημείωμα, ήταν μια κίνηση αδερφικής αλληλεγγύης, ίσως κι ένα απελπισμένο σήμα κινδύνου…


Δώδεκα μπλόγκερς ενώνουν τις πένες τους και συνθέτουν το συλλογικό διήγημα
«Κόκκινο Νυφικό».
Η ιδέα ανήκει στην Μαριλένα Φραγκιαδάκη  και με αφετηρία το πρώτο της κεφάλαιο, ο κάθε μπλόγκερ συμπληρώνει τον προηγούμενο, σε μια συγγραφική σκυταλοδρομία. Χωρίς να προ-υπάρχει κάποια συνεννόηση για την εξέλιξη της ιστορίας, με μοναδικό  μπούσουλα την έμπνευση του καθενός μας, η ιστορία ξεδιπλώνεται  στα μονοπάτια της φαντασίας μας και οι ήρωες αποκτούν την υπόσταση που τους δίνουμε.
Καλό υπόλοιπο ταξιδιού στα σκοτεινά νερά της λίμνης…

Μαρία Κανελλάκη  
Μαρία Νικολάου: http://tokeimeno.blogspot.gr/


[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης δέστρας κατά τον απόπλου επιβατηγού


Αγαπημένοι μου,
Σας πεθύμησα πολύ. Τι κάνει το νησί μας; Αράζουν ακόμα ψαρόβαρκες στο λιμανάκι μας ; Απόμεινε άραγε κανένα ξύλινο καΐκι ή τα σπάσανε όλα για να πάρουν την επιδότηση;
Ο φάρος; Πώς είναι ο φάρος στο ακρωτήρι μας; Τον συντηρούν καλά ή τον έγδαρε η αλισάχνη;
Εγώ εδώ καλούτσικα τα περνάω. Έχω πάρει και σπουδαία θέση στην προβλήτα του κεντρικού λιμανιού• με στολή από χάλυβα και το νούμερο 71… εδώ όλοι με φωνάζουν «ντοκ».
Έχουν δέσει πάνω μου μεγαθήρια και ποντοπόρα, επιβατηγά και καταμαράν, εμπορικά και πολυώροφα κρουαζιερόπλοια.

Μόνο που... πώς να σας το πω; Είναι κάτι μέρες που οι θεόρατοι συνθετικοί κάβοι με βαραίνουν σα θηλιά στο λαιμό.
Νοσταλγώ το τρίχινο καραβόσκοινο που τύλιγαν στοργικά οι ψαράδες πάνω μου.  Τότε που σαλτάρανε στη στεριά και μ’ αγκάλιαζαν με τις χαρακωμένες απ’ την αρμύρα χερούκλες τους. Με την τρυφεράδα που μόνο οι παλιοί ψαράδες είχαν, ορμίζανε με αγάπη το σκαρί τους μπροστά μου, σα μπαμπάδες που βάζουν το μωρό τους στην κούνια και προσέχουν μη ταράξει κανένα κυματάκι τα ύφαλα του. Κι εγώ, ένας μικρός πάσσαλος τότε, να στέκομαι πιστός βατσιμάνης στο καΐκι  που μου εμπιστεύτηκαν.

«Μεγαλοπιάστηκες!», θα μου πείτε. «...ήθελες ποστάλια και μεγάλες προβλήτες, δεν καταδεχόσουν το μικρό αραξοβόλι στο νησί μας».
Δεν ήταν από ακαταδεξιά, μόνο από φόβο. Μη ξεμείνω μια γεροντοκοριασμένη δέστρα, που σκουριάζει περιμένοντας το μεγάλο καράβι της. Κανείς δεν μου είχε πει τότε, πως οι χαλύβδινες δέστρες που δε σκουριάζουν ποτέ, είναι καταδικασμένες στη μονοτονία και τη μοναξιά του μεγάλου λιμανιού. Ούτε θαλασσοπούλι δεν ξεκουράζεται στις μπίντες.  Ούτε κι αυτά μας καταδέχονται πια.

Θα’δινα και τι δε θα’δινα!... τη χαλύβδινη στολή μου, το φωταγωγημένο κρηπίδωμα που με φιλοξενεί κι όλες τις φανταχτερές γάσες και τους  νάυλον κόμπους που με στολίζουν.
Μόνο να βρεθώ ξανά στο λιμανάκι μας· έστω και για μια μόνο αυγουστιάτικη μέρα. Να σκαρφαλώνανε λέει στη ράχη μου χαρούμενα παιδιά και να βουτάνε σε κρυσταλλένια νερά για να μαζέψουν αστερίες και καβούρια.

 [Στις ειδήσεις εκείνης της μέρας, αναφέρθηκε μια ξαφνική καθίζηση σε κεντρική αποβάθρα του λιμανιού.  Οι  τεχνικοί κατέγραψαν βαθιές ρωγμές γύρω απ’ τη δέστρα με το νούμερο 71,  η οποία είχε πάρει ευδιάκριτη κλίση προς τη θάλασσα με ορατό τον κίνδυνο, να πέσει στο νερό. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκε η αποκοπή της απ’ το κρηπίδωμα, χάρη στις άμεσες ενέργειες του συνεργείου αποκατάστασης ζημιών].

ΦωτογραφίεςΘάνος Τσάκαλος

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων «Η Γαλήνη»


Άργησα, δε γινόταν να’ρθω νωρίτερα, είχα ένα βουνό άπλυτα, να βάλω πλυντήρια, να ετοιμάσω και το τραπέζι γι απόψε, ήρθαν και τα σόγια απ’ το νησί, τα παιδιά γκρινιάζουν θέλουν να βγουν με την παρέα τους, «Να μείνετε το βράδυ στο τραπέζι  κι ύστερα να βγείτε» τους παρακάλεσα, λύσσαξε ο πατέρας τους: «Σαν τα μούτρα σου τα’κανες!», μπήκε στη μέση κι η μάνα του: «Σκυλοπνιγήκαμε να’ρθουμε να σας δούμε κι εσείς θα ξεπορτίσετε πάλι, κι εσύ ρε χριστιανή μου δε γίνεται να μην πας απόψε, κι εγώ μάνα είμαι, τι είμαι; ξένη είμαι;… σάματις τι περιμένεις, να ξανάρθει στα συγκαλά της;… τόσες ώρες ξοδεμένες σε μια καρέκλα λες και της προσφέρεις τίποτα… εδώ είναι η θέση σου, στο σπίτι σου, στην οικογένειά σου, τι μάνα είσ’ εσύ;»…

«Δίκιο έχει η γιαγιά, τι μάνα είσ’ εσύ;», μου φώναξε ο μεγάλος καθώς έφευγα, βλέπεις τον είχε χαρτζιλικώσει νωρίτερα κι αμέσως να της το ξεπληρώσει, τόσο του κόβει κι αυτουνού… κι έτσι όπως ερχόμουν κοντά σου, πιάνει μια δυνατή μπόρα στο δρόμο, ανοίξαν οι ουρανοί ρε μάνα… και ξέρεις τι θυμήθηκα;… τις μπουγάδες σου στην αυλή μας, τα λουλακιασμένα σεντόνια σου και τα δαντελωτά σου ασπρόρουχα… θυμάσαι πώς καμάρωνες ρε μάνα κάθε που τ’ άπλωνες αχνιστά απ’ το καυτό νερό και μοσχοβόλαγε όλη η γειτονιά σαπούνι και πάστρα;… έλειπες στη δουλειά κι εγώ εκεί, πιστός φρουρός της μπουγάδας μας… να μη πάνε χαράμι τα σκυψίματά σου στη σκάφη, να γλυτώσω από μια νέα πλύση τα γδαρμένα σου χέρια… να γυρίσεις σπίτι και να τα βρεις κάτασπρα κι αστραφτερά, διπλωμένα πλάι στη σόμπα να στεγνώνουν την υγρασία τους… θυμάσαι ρε μάνα;… κι όπως θάμπωναν οι σταγόνες το τζάμι του λεωφορείου, ξεπρόβαλε η αυλή μας στο βάθος, η ροδιά μας είναι φορτωμένη καρπούς αυτή την εποχή και στο κυπαρίσσι έχουν στήσει τις φωλιές τους καρδερίνες και κοτσύφια… κι έγινε θάλασσα ο φιδωτός δρόμος και το σπιτάκι μας ένα μικρό βαρκάκι με τ’ απλωμένα σου ασπρόρουχα για ολόλευκα πανιά. «Γαλήνη» θα το λέω και θα είναι το μυστικό μου καταφύγιο όταν έρθουν οι αναβροχιές.

Και ξέρεις τι με πονάει πιο πολύ ρε μάνα; Κανείς δεν θα μαζέψει την απλωμένη μου μπουγάδα απόψε. Εκεί θα τα βρω, δαρμένα απ’ τον αέρα και τη βροχή, κανείς δεν θα τα προστατέψει, κι όσο τα πλένω, αυτά θα γίνονται όλο και πιο γαριασμένα… κρεμασμένα στο συρματόσχοινο πάνω απ’ τον ακάλυπτο…


[Συμμετέχει στην ιδέα της Ελένης να μπούμε στη φωτογραφία της και να διηγηθούμε αυτά που «βλέπουμε». Την ευχαριστώ πολύ για το εισιτήριό της σ’ αυτό το ταξιδάκι στο χωροχρόνο].