Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προορισμοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προορισμοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Σαν στο σπίτι μας…



Απ’ τον κυκλαδίτικο νησί και τους αέρηδες που λυσσομανούσαν ασταμάτητα, επιστροφή στα πάτρια. Απ’ τους ατέλειωτους χωματόδρομους και τα στενά περάσματα, (εξ)αναγκαστική προσγείωση στις λεωφόρους της πόλης. Απ’ τα κάτασπρα εκκλησάκια και τις αμμουδερές παραλίες με τ’ ασβεστωμένα αλμυρίκια και τα λευκά κρινάκια, πίσω στα φανάρια  και την κίνηση των δρόμων. Απόμεινε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, τηλέφωνα φίλων που προστέθηκαν στις επαφές, κάτι βαζάκια με γλυκά και θερμιώτικο μέλι που μοσχομυρίζει θυμάρι και καθαρό αεράκι, πέτρες και θαλασσόξυλα απ’ τις δαντελένιες παραλίες, ό,τι μπόρεσε να χωρέσει τέλος πάντων στις αποσκευές μας, για να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη και τη γεύση. Τα πολύτιμα “σουβενίρ” για να κρατηθούμε ψύχραιμοι και ζεστοί στις ψύχρες που έρχονται.

Αν και είναι μικρό το νησί, όλα προσφέρονται σε χορταστικές ποσότητες. Οι δυνατοί αέρηδες, οι αναβαθμίδες με ξερολιθιές, τα πάλευκα ξωκλήσια, τα στεγάδια και οι ανεμόμυλοι, οι γλάστρες με τους βασιλικούς και τις μπουκαμβίλιες, οι φιλόξενες παραλίες, τ’ ασπρισμένα σοκάκια, τα ζωγραφισμένα πλατύσκαλα κι οι ξύλινες ταμπελίτσες με ποιήματα και μαντινάδες. Οι οδοδείκτες του νησιού, είναι καλλιγραφημένες ξύλινες επιγραφές και αμέτρητα εκκλησάκια που φυτρώνουν ακόμα και σε απόκρημνα βράχια, γυαλιστερά σαν λεπίδες, στις ακροθαλασσιές.


Η Παναγιά η Κανάλα και το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Καλλιόπης λίγο πιο κάτω, είναι τα ορόσημα του νησιού. 

Γραφικά καλντερίμια με στρατιές από ανθισμένες γλάστρες στους κήπους και παραδοσιακά μαγαζάκια, σφηνωμένα αρμονικά, σαν πολύχρωμες πινελιές, στον ασπρογάλαζο καμβά της ενδοχώρας.


Συναντήσεις απρόσμενες. Κουβέντες με ανθρώπους που έχουν κατακτήσει ήδη το ζητούμενο҆ να μιλάνε ήρεμα κι απλά. Στην ανασφάλεια και τη μοναξιά ενός μικρού νησιού, δίχως ανέσεις και λούσα, που αντέχουν να ξεχειμωνιάζουν δίχως αυτά που για τους ανθρώπους της πόλης, θεωρούνται αυτονόητα. Ένα νοσοκομείο. Έναν έμπειρο γιατρό για τα σοβαρά περιστατικά. Αν προλάβει το ελικόπτερο, κι αν ο καιρός το επιτρέψει, κι αν αντέξει ο ασθενής, κι αν…

Κυρία Γιαννούλα, κυρία Ντίνα, Θάνο και Ρένα, και όλοι όσοι μοιραστήκαμε μοναδικές στιγμές. Σαν τα ιαματικά νερά που αναβλύζουν ασταμάτητα στην πιο ωραία περιοχή του νησιού, στα Λουτρά. Σας ευχαριστώ για όλα όσα μας φιλέψατε. Εύχομαι γρήγορα να γίνει εκείνο το αρχαιολογικό μουσείο (τόσα πολύτιμα ευρήματα, βρίσκονται επί σειρά ετών, εκτεθειμένα). Να γίνει κι ένα ιατρείο της προκοπής, να έχουν πρόσβαση οι άνθρωποι στις μονάδες υγείας, αντί να καρδιοχτυπούν αν θα τους προλάβει το ελικόπτερο. Να αξιοποιηθεί κι αυτό το ιστορικό σπήλαιο στην Δρυοπίδα, που είναι ανοιχτό στους επισκέπτες με δωρεάν είσοδο, χάρη στις προσωπικές φροντίδες των  εθελοντών. Να προκύψουν οι λόγοι και οι ευκαιρίες, για να μένουν τα νέα παιδιά στο νησί. «Για να μην ξενιτευόμαστε», όπως με παράπονο μάς εμπιστεύτηκε η ευγενική κοπέλα, στο λαογραφικό μουσείο της Χώρας∙ παρεμπιπτόντως, κι αυτό λειτουργεί με εθελοντική δουλειά. 

Λίγο πριν το φευγιό μας απ’ το νησί, μια αναπάντεχη έκπληξη. Ένα οργανωμένο παραδοσιακό τυροκομείο (το μοναδικό αν δεν κάνω λάθος) με δυο νέα μορφωμένα κορίτσια στο τιμόνι, που συνεχίζουν την οικογενειακή επιχείρηση στο νησί. Αν δεν είχαμε να κάνουμε ταξίδι, θα συζητούσαμε ακόμα… Για τις δυσκολίες, τις σπουδές τους, το πείσμα τους, το στήσιμο μιας άρτιας τυροκομικής μονάδας με υψηλές προδιαγραφές, τις προκλήσεις και τα… μυστικά της κοπανιστής και της καλής φέτας.

Στον αντίποδα της αυθαιρεσίας, της κακοτεχνίας και των καταπατήσεων (που κι εδώ ζουν και βασιλεύουν), είναι οι άνθρωποι που αγαπούν τον τόπο τους και οργανώνουν τις ζωές τους με εντιμότητα και μεράκι.

Στα σίγουρα, η Κύθνος -ή Θερμιά- όπως τη λένε οι ντόπιοι, δεν προσφέρεται για εξτραβαγκάντζες, χλιδάτες παραλίες με μπιτσόμπαρα και πανάκριβες ξαπλώστρες, θορυβώδη νυχτερινή ζωή και εισαγόμενες γκουρμεδιές. Κι αυτό την κάνει ακόμα πιο γοητευτική, για όσους αγαπούν την απλότητα, την παραδοσιακή χωριάτικη με ντόπια κάπαρη και φρεσκοκομμένα λαχανικά απ’ το μποστάνι και φιλόξενους ανθρώπους που σε καλωσορίζουν στην αυλή τους δίχως δισταγμό, με δροσερό νεράκι κι ένα τρατάρισμα με ό,τι τους βρίσκεται διαθέσιμο.


Υ.Γ. Κρατάω την εικόνα της μοναχικής, ηλικιωμένης κυρίας που, κάθε σούρουπο, άνοιγε τα λουλακί πορτόφυλλά της κι έβγαζε τραπεζάκι και καρέκλες στο πεζοδρόμιο. Δεν περίμενε επισκέπτες, ήταν όμως διαθέσιμη να υποδεχτεί όποιον περαστικό θα σταματούσε στο σπίτι της, για κουβεντούλα. Κι ήταν αμοιβαία η συγκίνηση που νιώσαμε, το βράδυ που καθίσαμε κοντά της και μιλήσαμε, σαν να είμασταν γνωστοί από χρόνια. Τόσο απλά και τόσο θαυμαστά…
Το επιδόρπιο ήταν τοπικό γιαούρτι με γλυκό κουταλιού και κουβεντούλα με τον καπετάν-Γιώργη

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Ραντεβού στον Πύργο

Τον Ιούνιο που μας πέρασε, είχε γίνει η πρώτη παρουσίαση των “Ιστοριών της διπλανής κρίσης”, στην Αθήνα. Στο άγχος και την παραζάλη, θυμάμαι πολύ έντονα ότι η  πυξίδα μου ήταν κολλημένη στους εκτός Αθηνών φίλους, που δεν ήταν δυνατόν να έρθουν. Είχα κατασυγκινηθεί απ’ τα μηνύματά τους πριν την παρουσίαση. Προσπαθούσα να φανταστώ τα πρόσωπά τους, να μαντέψω τι έκαναν εκείνες τις στιγμές και πόσο ωραίο θα ήταν να βρισκόντουσαν για λίγο κοντά μας.   Είναι που η απόσταση δυναμώνει τις σχέσεις και η επικοινωνία συντελείται με τον πιο αλάνθαστο μέσο, την παράλληλη σκέψη. Eκείνο το βράδυ, ήμουν σίγουρη πως είχαμε καταφέρει –έστω και για λίγο- να γεφυρώσουμε νοερά την απόσταση και να γίνουμε  μια μεγάλη παρέα.

Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν μπορούσα να φανταστώ τότε, πως οι δύο υπερδυνάμεις (Αριστέα & Γιούλη) θα έβαζαν μπροστά ένα φιλόδοξο σχέδιο. Να οργανώσουμε μια παρουσίαση στον Πύργο, σε μια πόλη που μου είναι σχεδόν άγνωστη, ωστόσο κίνησαν γη και ουρανό για να βρεθεί ο χώρος, ο χρόνος και τα μέσα και να υλοποιηθεί αυτή η ιδέα. Και φτάσαμε αισίως λίγες μέρες πριν την εκδήλωση, στο χώρο που μας παραχωρεί ο εξαιρετικός φίλος Αγαθοκλής Κωτσάκης, στο βιβλιοπωλείο του ΦΩΤΟΓΝΩΣΗ στο κέντρο του Πύργου, το προσεχές Σάββατο 14 Οκτώβρη. Το συνωμοτικό σύμπαν του Κοέλιο, βρήκε άξιους εκφραστές στα πρόσωπα των φίλων, που κυριολεκτικά κάνουν έναν αγώνα δρόμου για να στήσουν αυτή τη γιορτή.

Εγκάρδια “ε υ χ α ρ ι σ τώ” για την τιμή που μου κάνετε και την αγάπη σας!
Ετοιμάζω μπαγκάζια, μπόλικα... χαρτομάντηλα και ραντεβού στον όμορφο Πύργο. 
Για να γνωριστούμε: θα κρατάω ένα βιβλίο, να κρατάτε το χαμόγελό σας!


Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Λίγη Κρήτη στο αλουμινόχαρτο

Ευτυχώς βρέθηκε λίγος χώρος ελεύθερος. Κάτι τα θυμαρόμελα, κάτι οι τσικουδιές και τα κριθαροκούλουρα, τίγκαρε το όχημα. Σε κάποιες μικρές σχισμές όμως ανάμεσα στα πακέτα, στριμώξαμε λίγες μυρωδιές κι αγκαλιάσματα, για να βγάλουμε το χειμώνα στην Αθήνα. Ζόρικο να επιστρέφεις από Κρήτη. Στην κουπαστή του καραβιού καθώς ξεμακραίνει η πλωτή πολυκατοικία απ’ το λιμάνι, έχουν ήδη ξεκινήσει οι αναδρομές να γυρνοβολάνε τριγύρω σαν τα γλαροπούλια.

Μπορεί να είχα τη λαχτάρα να σφίξω στην αγκαλιά μου αγαπημένα πρόσωπα, ωστόσο η πυξίδα ήταν κολλημένη στο γειτονικό Ηράκλειο. Οι συνεννοήσεις έγιναν, ορίστηκε το πολυπόθητο ραντεβού και σ’ όλη τη διαδρομή είχαμε ζωντανό πλοηγό την Ρούλα να μας καθοδηγεί πώς θα φτάσουμε στο σπίτι της. Η υποδοχή στο δρόμο –γιατί μας περίμενε στημένη σε μια υπερυψωμένη γωνιά για να έχει ορατότητα στα διερχόμενα αυτοκίνητα- ήταν αξέχαστη.

 Δεν θυμάμαι πώς πέρασαν οι λίγες ώρες που μοιραστήκαμε μαζί της και με τον υπέροχο Γιώργη της. Είναι τα κενά μνήμης που δημιουργούνται σε στιγμές έντονης φόρτισης και χαράς. Ξεφυλλίζοντας σήμερα τις φωτογραφίες μας, ανακαλώ την ξύλινη πολιτεία του Γιώργη της, τις αριστοτεχνικές μινιατούρες σπιτιών που έχει κατασκευάσει, τα ρολόγια και τα ξύλινα μικροαντικείμενα που είναι φινιρισμένα από χέρι μαστόρικο και φυσικά το θρυλικό σιντριβάνι της αυλής που έχει επενδυθεί στο χέρι με ψηφιδωτά κοχύλια και πετράδια, όπως και το πλακόστρωτο δάπεδο. Το μικρό εργαστήρι της Ρούλας μας, θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως γκαλερί τέχνης. Μια πανσπερμία αντικειμένων βαλμένων σε απόλυτη τάξη· απ’ τη ραπτομηχανή μέχρι τον υπολογιστή της και απ’ τις χαρτοπετσέτες για ντεκουπάζ μέχρι τα πινέλα και τις ακουαρέλες της.






Φεύγοντας απ’ το μαγευτικό Σμαραγδόσπιτο, πήραμε μαζί μας το παραδοσιακό προϊόν της Κρήτης. Το αλουμινόχαρτο. Μαζί με τα πεντανόστιμα μυζηθροπιτάκια της, μας τύλιξε τη συγκίνηση και την ατόφια αγάπη που κρύβει μέσα της. Τα αλουμινόχαρτα της Ρούλας, της μάνας, των συγγενών και των φίλων, είναι πια μια γλυκιά ανάμνηση γεύσεων και μυρωδιών. Έχει απομείνει όμως το βαζάκι της με γλυκό του κουταλιού, σοροπιασμένο και δαντελοστολισμένο. Να θυμίζει τις ωραίες στιγμές μας και να διατηρεί τη γλυκιά προσμονή για το επόμενο ταξίδι…

 Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού σε όλους και είθε να επιστρέφουμε όλοι με τις αποσκευές μας γεμάτες χαμόγελα και αισιοδοξία!

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Παραλειπόμενα διακοπών και γενέθλια

Πριν από τρεις Αύγουστους, φυτεύτηκαν οι πρώτοι σπόροι. Ήμουν τυχερή γιατί το περβάζι αυτό, είχε απάγκιο και καθάριο φως απ’ τους ανθρώπους που το τίμησαν με την παρουσία τους. Είχε φροντίδα και δυναμωτικό έδαφος για να ευδοκιμήσει και ν’ απλώσει τα κλαράκια του. Κάνοντας τον απολογισμό της τριετίας που πέρασε, μόνο καλές στιγμές και  δυνατές συγκινήσεις μπορώ να καταγράψω. Και δώρα φίλων, γνωριμίες και σμιξίματα, ταχυδρομικά πακέτα, μηνύματα, τηλέφωνα, ευχές, μια γλυκιά προσδοκία για ν’ ανταμώσουμε, ανησυχίες και στεναχώριες που μοιράστηκαν ρεφενέ στην παρέα, εμψυχωτικά λόγια, να συντροφεύει ο ένας τον άλλο, να γινόμαστε μια μικρή κοινωνία ανθρώπων με κοινές ανησυχίες και ανάγκες, να γεφυρώνουμε αποστάσεις και να παραχωρούμε, να νοιαζόμαστε, να μοιραζόμαστε και να κατανοούμε τη διαφορετική άποψη και την αξία του διαλόγου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους σας, απ’ την καρδιά μου και με όλη μου την αγάπη! Και μια ευχή· να είμαστε όλοι καλά και να γίνουν τα βασιλικά μας διπλά και τρίδιπλα!

 Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν σ’ ένα περβάζι παραδοσιακού καφενείου στη Χώρα της Σκύρου. Πέρα απ’ τη φυσική ομορφιά, την υποδειγματική τάξη και καθαριότητα του νησιού και τη ζεστή φιλοξενία των ντόπιων, κράτησα κάτι μικρά ενσταντανέ που με εντυπωσίασαν.

Το έξυπνο χιούμορ τους:

[Ένα παραθαλάσσιο beach bar στο χωριό Ασπούς]

Από μια βραδινή βόλτα στο λιμάνι της Λιναριάς:

 [Υπόκλιση στον ευφάνταστο ιδιοκτήτη του οχήματος με τις …βλεφαρίδες]

Το πλοίο  «Αχιλλέας» ανήκει σε μια εταιρεία λαϊκής βάσης (Σκύρος Ναυτική Εταιρεία), με 2.000 μετόχους, ντόπιους και φίλους του νησιού. Σε κάθε είσοδο και απόπλου απ’ το λιμάνι της Λιναριάς, η μουσική απ’ το παρακείμενο μπαράκι στον Κάβο σταματάει και παίζει δυνατά το θρυλικό κομμάτι «Zarathoustra» του Strauss. Αν είναι βράδυ, οι θαμώνες ανάβουν σπινθιρίζοντα κεράκια και δημιουργείται μια εντυπωσιακή ατμόσφαιρα καλωσορίσματος του βαποριού στο λιμάνι.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε με διακριτικότητα, την ώρα που το ζευγάρι των ψαράδων ξέμπλεκαν τα δίχτυα στο καΐκι τους. Στον αντίποδα και λίγα μέτρα πιο πέρα, στην κεντρική μαρίνα του λιμανιού που φιλοξενεί τα ιδιόκτητα σκάφη, στο εξωτερικό σαλόνι ενός πολυτελέστατου καταμαράν, το προσωπικό ετοίμαζε πυρετωδώς το τραπέζι του δείπνου. Λευκά τραπεζομάντηλα, πορσελάνινα σερβίτσια και κρυστάλλινα κηροπήγια. Ασημένιες σαλατιέρες, ασορτί αλατοπιπεριέρες, σπάτουλες, ανοξείδωτες πένσες για τους αστακούς, λαβίδες, ραβιέρες, τυριέρες, καράφες κι όλο το τζάντζαλο της οικουμένης. Κρίμα τόσος κόπος, γιατί στο τέλος του δείπνου οι συνδαιτυμόνες το έσκασαν με ελαφρά απ’ το φωταγωγημένο σκάφος, για να βολτάρουν στο λιμάνι, να απολαύσουν το γεμάτο φεγγάρι και να φωτογραφήσουν το ζευγαράκι της ψαρόβαρκας που κολάτσιζε ψωμοτύρι και τάιζε με ψαροκέφαλα το γατομάνι που είχε συρρεύσει στην προβλήτα.

Πως το είχε πει κάποτε ο Ωνάσης;

"Όσο πιο πολλά έχεις, τόσο περισσότερο ξέρεις, ότι δεν έχεις"


Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Πετάγομαι πάνω

Να’ μαι κι εγώ… καλώς σας βρήκα!...Δεν άργησα πολύ ε; Έχασα το δρόμο μου και μπλέχτηκα στα στενά. Τι έχουμε απόψε;… Α!... τσιπουράκι και γαύρο μαρινάτο!...  Μισό να πεταχτώ να βρω την παλιά κασέτα του Στέλιου. Να το κάψουμε απόψε! Το σύμπαν!  
«Στην υγειά μας και να πεθάνει ο φόβος!». 
Κι ύστερα να βάλουμε τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου, ν’ ανταλλάξουμε στίχους και ματιές και φιλιά και χτυπήματα στην πλάτη. 

Να τσουγκρίσουμε ποτήρια και να ματώσουμε με τον  «Αύγουστο» του Νικόλα. 

   Κι αν είναι να κλάψουμε, ας το κάνουμε τραγουδώντας την «Καντάτα για τη Μακρόνησο».


Να ξαναστήσουμε Κυριακάτικα τραπέζια, με λινά τραπεζομάντηλα και μυρωδιές ψητού. Να περιμένει η μάνα μας στην ορθάνοιχτη αυλόπορτα και τα μάγουλα των παιδιών να τα γδέρνει η αλισάχνη κι οι φανέλες τους να μυρίζουν  ιδρώτα απ’ το παιχνίδι. Να μου κόβεις βουκαμβίλιες απ’ το ενετικό πηγάδι και να στολίζεις τα μαλλιά μου στο φεγγαρόφωτο. Να διαβάζουμε βιβλία και να λιώνουμε τις νύχτες σε ξύλινα τραπέζια, με ρακές, αναλύσεις και πειράγματα. Να μου αγγίζεις κρυφά το χέρι κάτω απ’ το καρό τραπεζομάντηλο. Να ερωτευόμαστε το φιλότιμο, την καθαρή ματιά, το στητό περπάτημα, τη μαγκιά του πονεμένου που σφίγγει τα δόντια, να γινόμαστε ένα μικρό σύμπαν, μια ατσαλένια γροθιά. Να γινόμαστε «ένα»!


Όχι μωρέ, δεν είναι η νοσταλγία που μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Στ’ αλήθεια είμαι εδώ κοντά σας. «Πώς ήρθα;»…  Από μια χαραμάδα του χρόνου τρύπωσα κι άλλαξα διάσταση. Αντί για το τέρμα, ξαναγύρισα πίσω, στην εποχή της αφετηρίας. Είχα και μια παλιά φωτογραφία, κειμήλιο του συγχωρεμένου του παππού μου. Την πήρα μαζί μου για χάρτη, στην πορεία μου προς το «Κάποτε».  Τότε που γρατζούναγε το μπουλγαρί με τον Φουσταλιέρη και σηκωνόταν ο πατέρας, με τα χέρια ανοιγμένα σαν το Χριστό πάνω στο Σταυρό του.  Κι έφερνε τις βόλτες του και δάκρυζαν τα βυζαντινά του μάτια  απ’ την κατάνυξη της στιγμής… «…Όσο βαρούν τα σίδερα…». Και γινόταν αγρίμι η ψυχή κι άνοιγε ο νους διάπλατα, έβρισκε διέξοδο ο πόνος και γινόταν πείσμα και λυσσαλέα ανυπακοή στον καταχτητή. Εκεί, στο μικρό αυτοσχέδιο θυσιαστήριο που στήνανε τα βράδια, με όπλο τους τη γνώση και το σεβασμό της ζωής, σκοτώνανε το θάνατο,  σε μικρούς πύρινους κύκλους από παρέες. Απελπιστικά ερωτεύσιμοι ήρωες, παθιασμένοι με το παρόν που τους έλαχε να ζήσουν και έντιμοι με την ιστορία που αφήνανε πίσω τους.

Να κάτσω μαζί σας; Να χωθώ σ’ αυτή τη γωνίτσα της φωτογραφίας;  Στη σχισμή μιας ανάμνησης;  Στην αντίστροφη διαδρομή του λεπτοδείκτη;  Να κλέψω λίγη δόξα, λίγο απ’ το λούστρο της γενιάς σας; Κι αν είναι να επιστρέψω στο «Τώρα», να μου έχετε έτοιμο ένα αυτοσχέδιο αερόστατο. Κι όταν ζορίζομαι πολύ, ν’ ανηφορίζω το βλέμμα μου σε σας, να νιώθω τα φτερουγίσματά σας, να μη λογαριάζω τις ουράνιες αποστάσεις, να καβαλάω το χρόνο και να σας έρχομαι επίσκεψη.  Έχω ανάγκη από ένα μεταφυσικό φάρο, εδώ που με ξέβρασε ο χρόνος.  Στην άκρη του Πουθενά και στην εποχή του Τίποτα.

Να θυμάμαι την ιστορία μου, για να μπορώ να τη συνεχίσω…

Βασισμένο σε μια ιδέα της Ελένης απ' το Καρυδότσουφλο για ένα μουσικό ταξίδι στις μουσικές που αγαπήσαμε.
Το κείμενο είχε πάρει παλαιότερα μέρος στο παιχνίδι λέξεων στο ΤEXNIS STORIES της  aγαπημένης μας Φλώρας.
Καλή συνέχεια στις μουσικές μας περιπλανήσεις!

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Toυ κόσμου τ’ ακριβά


Φέτος είχε διακοπές λουξ, με διαμονή σε πεντάστερο. Καραμπινάτο! Πίσω μας το Βουνό των Κενταύρων, μπροστά μας δαντελένια παραλία, αριστερά μας το ψαροχώρι Άφυσσος, δεξιά μας ελαιώνες και πλατάνια, πάνω μας ο Θεός. Οι ντόπιοι μας υποδέχτηκαν χωρίς βραχιόλια και καθρεφτάκια. Μόνο ανεπιτήδευτα χαμόγελα, φιλόξενη διάθεση, φιλικές τιμές κι εξυπηρέτηση, σ’ έναν ευλογημένο τόπο, που όπως είπε κι ο αείμνηστος Μίσσιος: “Και μπουκάλια να φυτέψεις, θα φυτρώσουν”.



Το Πήλιο δεν χρειάζεται συστάσεις και περιγραφές. Το ζεις και δεν το αναλύεις. Και κάνεις και το σταυρό σου, ευχαριστώντας τον Πανάγαθο που σ’ έριξε σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Η πρόσθετη πινελιά στον πίνακα των φετινών διακοπών μου, ήταν ο Θοδωρής. Είναι ο ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας στην παραλία της Αφύσσου, που ξεκίνησε τη λειτουργία της απ’ τους γονείς του, πολλά χρόνια πριν. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία τους στολίζει τον καλαίσθητο κατάλογο, καθώς και το διάκοσμο του μαγαζιού. Η ταβέρνα του Θοδωρή, είναι η επιτομή του “Ολ ινκλούσιβ”. Για τους λάτρεις των ακριβών διακοπών και της ψευδεπίγραφης ευμάρειας. Απ’ τη μια μεριά, έχει στημένο το ψυγείο-βιτρίνα με ό,τι φρέσκο ψάρι βγάζει τα πρωινά, το γρι-γρι του χωριού. Ακριβώς απέναντι, στροβιλίζονται οι σούβλες με τα ψητά του. Όλα φτιαγμένα απ’ τον ίδιο και τυλιγμένα σε λαδόκολλες για να κρατάνε τα ζουμιά τους. Χειροποίητο κοκορέτσι από ντόπια κρέατα που το τρως και δακρύζεις απ’ τη συγκίνηση και κοντοσούβλι που σου κόβει την ανάσα η νοστιμιά του. Στα ενδότερα της κουζίνας, ετοιμάζει τα μαγειρευτά, τις σαλάτες και τα ορεκτικά του. Άγρια μύδια στον αχνό, πατατοσαλάτες με φρέσκα βότανα και δική του σάλτσα, βραστά λαχανικά με μπόλικο ελαιόλαδο και σκόρδο, τηγανητά κολοκυθάκια πασπαλισμένα με σουσάμι και ντόπιο τυρί και πατάτες τηγανητές κομμένες στο χέρι, διακοσμημένες με κλωναράκια δενδρολίβανου. Παντού κυριαρχεί η παρουσία των βοτάνων και των μυρωδικών. Όπως μας εξήγησε ένα βράδυ, το ψάχνει διαρκώς, ενημερώνεται για τις ευεργετικές τους ιδιότητες και εμπλουτίζει τις γεύσεις των φαγητών του. Τσίπουρο με γλυκάνισο, φτιαγμένο απ’ τον ίδιο. Κρασί επίσης. Εκτός των άλλων, διατηρεί το αμπέλι του σ’ ένα κεφαλοχώρι του Πηλίου και παρασκευάζει τα δικά του προϊόντα.


Δειλινό. Ο ήλιος αργοσβήνει στα γαλήνια νερά του Παγασητικού. Αφήνει μια χρυσή απόχρωση στην επιφάνεια του νερού, που διαχέεται ως το σημείο που καθόμαστε. Πρώτο τραπέζι παραλία. Το γρι-γρι ξεκινάει να ρίξει δίχτυα. Οι ερασιτέχνες ψαράδες ετοιμάζουν τα δολώματα και τα καλάμια τους. Η θάλασσα λάδι. Στις απολήξεις της, τα νερά πρασινίζουν απ’ το καθρέφτισμα των πεύκων που φτάνουν ως τ’ ακρόβραχα. Στο ασβεστωμένο πεζοδρόμιο, παρατάσσονται ολάνθιστες γλάστρες με ορτανσίες. Μια κυρία τις ποτίζει με τσίγκινο ποτιστήρι. Το οξύμωρο στην περιοχή αυτή, είναι πως αν και πνιγμένη στη βλάστηση, οι ντόπιοι διατηρούν πανέμορφους κήπους, μικρά μποστάνια και θεόρατα πιθάρια με εκτυφλωτικές βουκαμβίλιες και ηλίανθους. Σε συνδυασμό με τα καλοδιατηρημένα σπίτια, τις ξύλινες επιφάνειες και τις πέτρινες σκεπές που στραφταλίζουν σα λέπια ψαριού στο τελευταίο φως της μέρας, οι εικόνες παίρνουν μαγικές διαστάσεις και σε καθηλώνουν.


Τελευταίο βράδυ πριν την επιστροφή μας στην Αθήνα και το ηθικό είναι πεσμένο. Ο Θοδωρής ξεπροβάλλει απ’ την είσοδο της ταβέρνας, μας βλέπει και κατευθύνεται στο τραπέζι μας. Αρχοντικό ανάστημα, ψηλός κι ευθυτενής, πάντα καλοντυμένος και σένιος. Το χούι του είναι να παίρνει ο ίδιος παραγγελία. Ποτέ όρθιος. Τραβάει καρέκλα, κάθεται στην παρέα, καλησπερίζει και στήνει κουβέντα σαν να μιλάει σε φίλους. Είχαμε σκοπό να φάμε κάτι ελαφρύ και να γυρίσουμε νωρίς στο δωμάτιο για να ετοιμαστούμε για το αυριανό ταξίδι. Πριν έρθει κοντά μας, κάνει μια στάση στο μικρό στερεοφωνικό που είναι στηριγμένο σ’ ένα θεόρατο κορμό πλατάνου, πατάει το κουμπί, ρυθμίζει την ένταση και βγάζει το μπλοκάκι απ’ την τσέπη του. “Tου κόσμου τ’ ακριβά” τραγουδάει ο Μάλαμας κι εγώ αναρωτιέμαι αν είναι βαλτός για να μου κάνει το μαρτύριο του αποχαιρετισμού πιο βασανιστικό.

Διαλέγουμε φρέσκο καλαμάρι και σαλάτα. Και τσιπουράκι. Οι μερίδες είναι οικογενειακών προδιαγραφών και το ελαιόλαδο πλουσιοπάροχα ριγμένο. Στο διπλανό τραπέζι κάθονται ένα ζευγάρι Ολλανδών. Φίλοι του κι αυτοί. Τους προτείνει “Τράγο με πορτοκάλι”. Ο Ολλανδός δεν καταλαβαίνει. Ο Θοδωρής δεν κωλώνει. “Δε νταντ οφ δε λαμπ ρε!”. Ο Ολλανδός προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει. “Δε μπεστ κουκ ρε!...”. O Ολλανδός πείστηκε. Μέχρι να μας φέρει τα πρώτα, είχαμε ήδη γίνει μια παρέα. Η συζήτηση ξεκίνησε απ’ την κατασκευή του τσίπουρου και κατέληξε στην οικονομική κρίση. Ο Θοδωρής πηγαινοερχόταν ασταμάτητα και σχολίαζε με χειρονομίες, κεράσματα και αυτοσχέδιους αγγλισμούς. Η ταβέρνα είχε σχεδόν γεμίσει. Είχαμε γίνει μια μεγάλη παρέα. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα ζητήσαμε λογαριασμό. Αντ’ αυτού, μας κέρασε χριστόψαρο στα κάρβουνα. “Πού θα πάτε τόσο νωρίς; Μισό, να φέρω κρασάκι να συνοδέψουμε το ψάρι”…


Φεύγοντας την επόμενη μέρα, αναρωτιόμουν γιατί μένουν ανεκμετάλλευτοι άνθρωποι σαν τον Θοδωρή και τόποι σαν την πατρίδα του. Στην ορολογία της τεχνοκρατούμενης κοινωνίας μας, θα είχε –τουλάχιστον- το ρόλο του “Marketing Communications Manager”. Κατέχει τον τόπο του και τις ευκαιρίες που του παρέχει, κατασκευάζει μόνος του προϊόντα και σχεδιάζει τις υπηρεσίες του, τα προωθεί με εξαιρετικά επιτυχημένες μεθόδους, προσφέρει κίνητρα για να επιστρέψει ο πελάτης στο μαγαζί του, νοιάζεται για την ποιότητα και αξιολογεί την επιχείρησή του , πιάνοντας κατ’ ιδίαν συζήτηση με τους θαμώνες και ρωτώντας τους αν μείνανε ικανοποιημένοι. Η κοσμοθεωρία του εμπορίου, εφαρμοσμένη από έναν απλό άνθρωπο που μπορεί να μην διαθέτει περγαμηνές και πτυχία, αλλά είναι γνώστης της φύσης, διαθέτει την τεχνογνωσία, σέβεται την παράδοση και είναι ακούραστος εργάτης. Κι ένα βασανιστικό ερώτημα. Πώς γίνεται τούτος ο πάμπλουτος τόπος, με τους αντίστοιχους “Θοδωρήδες” διάσπαρτους σ’ όλη τη χώρα, να τελεί υπό το καθεστώς πτώχευσης;



(Για όσους -μοιραία- αναρωτηθούν, ο Θοδωρής μας έδινε ταμειακή απόδειξη, ανελλιπώς).