Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

“Σε ικετεύω, σκότωσέ με!”

 Μια ιδέα-μια έμπνευση [*]



“Γιατρέ, δεν χρειάζομαι θεραπευτική αγωγή. Ας μιλήσουμε σαν γιατρός προς γιατρό. Δεν σκοπεύω να χαπακώνομαι σ’ όλη μου τη ζωή προκειμένου να ξεχνάω πρόσκαιρα την προδοσία που έγινε εις βάρος μου”.

“Επειδή θέλεις να μιλάμε στην κοινή μας γλώσσα, Αντιγόνη, σε διαβεβαιώνω ότι δεν σε αντιμετωπίζω σαν μια κοινή απατημένη σύζυγο. Καταλαβαίνω απόλυτα την οδύνη σου. Δώσε λίγο χρόνο για να ξεπεραστεί το αρχικό σοκ και πάρε αυτά τα ηρεμιστικά για ένα σύντομο διάστημα. Πρέπει να κοιμάσαι τα βράδια και να επιστρέψεις στην καθημερινότητά σου. Εμείς, θα τα λέμε τακτικά. Θα κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως και ιατρικώς εφικτό, για να βγεις αλώβητη απ’ αυτή τη δοκιμασία. Moνάχα εμπιστεύσου με, σε παρακαλώ!...”

Στο βιβλίο επισκέψεων ασθενών, ο ψυχίατρος Παύλος Σαρηγιάννης είχε σημειώσει το τελευταίο ραντεβού της ημέρας με την οικογενειακή φίλη του Αντιγόνη Βαλάση. Ήθελε να δώσει περισσότερο χρόνο και όλη του την προσοχή σ’ αυτή τη συνεδρία, ανταποδίδοντας έτσι και τις δικές της υπηρεσίες όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας τους. Κάθε φορά που δεινοπαθούσε από έναν απροσδόκητο πονόδοντο -κι αυτό συνήθως γινόταν σε μέρες αργίας-, η Αντιγόνη άνοιγε με προθυμία το οδοντιατρείο της και τον φρόντιζε. Η δουλειά της ήταν υποδειγματική και ποτέ δεν τον χρέωνε για τις υπηρεσίες της, παρά μόνο για τα υλικά που χρησιμοποιούσε. Κι επειδή η παιδιόθεν φοβία του ψυχίατρου ήταν η καρέκλα του οδοντίατρου -κάτι που τον ταλαιπώρησε πολύ με την φιλάσθενη οδοντοστοιχία που διέθετε-, ένιωθε πάντα υποχρεωμένος απέναντί της. Θα προτιμούσε βέβαια να μην υπήρχε αυτή η τραγική συγκυρία για να της ανταποδώσει την υποχρέωση…

“Αντιγόνη Βαλάση, 55 χρονών. Οδοντίατρος. Πρώτη αναγνωριστική συνεδρία. Δεν υπάρχει ιστορικό ψυχικής νόσου. Αιτία προσωρινής διαταραχής: η ανακάλυψη της απιστίας του επί 20ετίας συζύγου της με την επιστήθια φίλη της. Οι συνθήκες της αποκάλυψης την αιφνιδίασαν και της άφησαν ψυχικά τραύματα. Δείχνει καταρρακωμένη. Συστήθηκε φαρμακευτική αγωγή (βενζοδιαζεπίνες) σε συνδυασμό με ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες. Επόμενο ραντεβού μετά από 5 ημέρες”.

Ο Σαρηγιάννης ολοκλήρωσε τις σημειώσεις του και έκλεισε τον καινούργιο ‘φάκελο ασθενούς’ στον υπολογιστή του. Μετά από λίγο θα κλείδωνε προβληματισμένος την εξώπορτα του ιατρείου του και θα αποχωρούσε.

~ // ~

[2 μήνες μετά. Απόσπασμα απ’ τη δικογραφία της υπόθεσης:]

“Το τελευταίο διάστημα η αδελφή μου είχε γίνει αγνώριστη. Παραμελούσε τις υποχρεώσεις της, ακύρωνε καθημερινά τα ραντεβού στο ιατρείο της και απομονώθηκε στον εαυτό της. Εκείνο το πρωί του Σαββάτου που την επισκέφτηκα στο σπίτι της, μου ζήτησε ν’ ανέβουμε στην ταράτσα για να μου δείξει κάτι, όπως μου είπε. Μόλις πλησιάσαμε στα κάγκελα, με άρπαξε απ’ τα χέρια και μου ζήτησε επιτακτικά να την ρίξω στο κενό. «Σε ικετεύω, βοήθα με αδερφούλα μου να λυτρωθώ απ’ αυτό το μαρτύριο!...» Έκλαιγε γοερά και ήταν εκτός εαυτού. Δεν την αναγνώριζα… Παραληρούσε για την προδοσία που της έκαναν ο άντρας και η κολλητή της και πως της ήταν αδύνατον να το διαχειριστεί. Την τράβηξα με όση δύναμη είχα προς το κέντρο της ταράτσας. Μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να την συνεφέρω λίγο και να κατέβουμε στο διαμέρισμά της. Όχι, ο άντρας της δεν ήταν εκεί. Είχε εγκαταλείψει το σπίτι τους, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί το προηγούμενο βράδυ. «Μ’ αυτή την παλιοβρώμα την Αννέτα το σκάσανε», έτσι μου είπε. Της έδωσα ένα χάπι απ’ αυτά που είχε στο κομοδίνο της και περίμενα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Γύρισα για λίγο σπίτι μου για να το συζητήσω με την οικογένεια και ν’ αποφασίσουμε από κοινού τι θα κάνουμε. Όταν επέστρεψα το βράδυ στο διαμέρισμά της, ήταν άφαντη”.

~ // ~

[«Η εκδίκηση του νεκρού» - 2 μέρες πριν την παρουσίαση:]

Kαταπληκτική δουλειά, γιατρέ! Με τέτοιο αστραφτερό χαμόγελο, θα γοητεύσω στην παρουσίαση του βιβλίου μου, μεθαύριο. Θα μου κάνετε την τιμή να είστε κι εσείς; Aν οι υποχρεώσεις σaς το επιτρέπουν βέβαια. Σάββατο βράδυ στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Τι λέτε; Θα τα καταφέρετε;”

Όση ώρα περίμενε απάντηση απ’ την οδοντίατρο, παρατηρούσε παραξενεμένος τις συσπάσεις στη γυρισμένη πλάτη της, καθώς τοποθετούσε στον κλίβανο τα χρησιμοποιημένα εργαλεία.

“’Η εκδίκηση του νεκρού’. Αυτός δεν είναι ο τίτλος σας; Είμαι σίγουρη πως άλλο ένα best seller θα προστεθεί στη λίστα με τα βιβλία σας, κύριε Μοσκώφ. Και ναι, θα έρθω οπωσδήποτε. Έχω ένα λόγο παραπάνω για να το κάνω…”

Ο Ερρίκος Μοσκώφ, καταξιωμένος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, έκανε τις εξής διαπιστώσεις, καθώς αποχωρούσε εκείνο το βράδυ απ’ το οδοντιατρείο της Βαλάση.

Πρώτον, ήταν μια εξαιρετική γιατρός. Τα κιτρινισμένα απ’ τα τσιγάρα και την προχωρημένη ηλικία δόντια του, έδωσαν τη θέση τους σε μια κατάλευκη οδοντοστοιχία που, στο εξής, θα του επέτρεπαν να χαμογελάει με καμάρι.

Δεύτερον, ήταν μια μυστηριώδης γυναίκα τελικά. Δεν τον χρέωσε για την πολύμηνη εργασία της και το μόνο αντάλλαγμα που ζήτησε, ήταν να διαβάσει έναν ευμεγέθη πάκο με τις σημειώσεις της και να γράψει το επόμενο βιβλίο του με θέμα τη βιογραφία της.

Μ’ αυτές τις σκέψεις και μ’ έναν σφραγισμένο φάκελο υπό μάλης, βρέθηκε στην εξώπορτα της πολυκατοικίας που στεγαζόταν το οδοντιατρείο της Αντιγόνης Βαλάση. Υποσχέθηκε να μελετήσει τα χειρόγραφά της και να επικοινωνήσουν την επόμενη εβδομάδα για να κανονίσουν μια συνάντηση. Το ίδιο βράδυ θα έριχνε μια βιαστική ματιά στις πρώτες σελίδες και στη συνέχεια θα τις επέστρεφε άρον-άρον στον φάκελο, για να τον παραχώσει τελικά στο συρτάρι του. Δεν θα ολοκλήρωνε ποτέ την ανάγνωση, αφού την βρήκε μελοδραματική και αταίριαστη με το ύφος του.  Τι δουλειά άλλωστε είχε αυτός με βιογραφίες; Τον περίμενε μια θριαμβευτική βραδιά με την παρουσίαση του τελευταίου του έργου και δεν είχε επ’ ουδενί βλέψεις ν’ αλλάξει το είδος γραφής που υπηρετούσε με συνέπεια τα τελευταία χρόνια. “Να δω βέβαια πώς θα της το σερβίρω με τρόπο…” σκεφτόταν ενόσω αυτοθαυμαζόταν, χαμογελαστός, μπροστά στον καθρέφτη του. Κάτι θα σκαρφιζόταν. Ως την επόμενη εβδομάδα, ήταν βέβαιος πως θα έβρισκε μια ευγενική δικαιολογία για να την αποφύγει, αλλά και ένα ακριβό δώρο για να μετριάσει την υποχρέωσή του απέναντί της.

Προς μεγάλη του ανακούφιση, τη βραδιά της παρουσίασης, διαπίστωσε πως η οδοντίατρος δεν ήταν ανάμεσα στο πολυπληθές κοινό του. Ωστόσο δεν έφευγε απ’ το μυαλό του η εκκρεμότητα που είχε μαζί της. “Θα της τηλεφωνήσω οπωσδήποτε από βδομάδα, να τελειώνω μ’ αυτή την ιστορία” σκεφτόταν το ίδιο βράδυ που βούρτσιζε τα κατάλευκα δόντια του. “Δεν έχω παρά μονάχα να την επισκεφτώ μ’ ένα καλό δώρο για να πατσίσουμε, μάλλον ένα κόσμημα…”

~ // ~

[2 μήνες πριν]

Στο μικρό καφέ που στεγαζόταν στο ισόγειο της πολυκατοικίας, η Αντιγόνη Βαλάση συνήθιζε να παίρνει τον πρωινό καφέ της, πριν ανοίξει το οδοντιατρείο της. Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό έδειχνε απρόθυμη να ανέβει ως τον τέταρτο όροφο και κάθισε για αρκετή ώρα σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι, με το απλανές βλέμμα της να χαζεύει τους περαστικούς. Κάθε τόσο, γυρνούσε ανήσυχη προς τα ενδότερα του μαγαζιού και τον αναζητούσε με τα μάτια της. Ο Παράσχος κατάλαβε πως δεν θα ξεμπέρδευε πάλι εύκολα με δαύτην. Την πλησίασε, αφού παρέδωσε στον μεταφορέα μια παραγγελία με καφέδες και νερά. “Πήγαινε στη δουλειά σου, να κάνω κι εγώ τη δικιά μου. Θα τα πούμε το βράδυ στο γνωστό μέρος. Φύγε όμως τώρα. Έχω πολλή δουλειά”.

Αν υπήρχε κάποιος περαστικός στο μέρος που συναντήθηκαν το ίδιο βράδυ, σίγουρα θα παραξενευόταν απ’ το θέαμα που θα αντίκρυζε, ακόμα κι αν δεν άκουγε ούτε λέξη απ’ όσα ειπώθηκαν. Το σημείο όμως που επέλεγαν για τις κρυφές συναντήσεις τους ήταν εντελώς απόμερο, μακριά απ’ τον τελευταίο οικισμό της περιοχής. Εκείνη έβγαλε απ’ την τσάντα της ένα μικρό περίστροφο και το κράδαινε στο μέρος του, με την κάνη γυρισμένη προς το μέρος της. Εκείνος έκανε αδέξιες κινήσεις για να την αποφύγει. Του μιλούσε ψιθυριστά με ακατάληπτες φράσεις, σχεδόν λαχανιασμένη. Της απαντούσε με τα χέρια του σηκωμένα ψηλά, με το βλέμμα της άρνησης αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Εκείνη ξέσπασε στα κλάματα. Την αγκάλιασε τρυφερά απ’ τους ώμους και την τράβηξε προς το παρκαρισμένο αυτοκίνητό της. Σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε τη διαδρομή του, κι αφού θα διέσχιζε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, θα έβγαινε στον κεντρικό δρόμο.

~ // ~

[2 μήνες μετά. Απόσπασμα απ’ τη δικογραφία της υπόθεσης:]

Παράσχος Δελατόλας. 35 χρονών, υπάλληλος του καφέ μπαρ, απ’ όπου η Βαλάση έπαιρνε κάθε πρωί τον καφέ της. Απ’ τον καιρό που επισκεπτόμουν το οδοντιατρείο της, μου είχε τραβήξει την προσοχή αυτός ο τύπος. Τον είχα δει αρκετές φορές να βγαίνει απ’ το ιατρείο, αφού του έφτιαχνε την σάπια οδοντοστοιχία του, όπως μου είχε εμπιστευτεί η Βαλάση. Τον λυπόταν γιατί δεν είχε χρήματα για τέτοιες ‘πολυτέλειες’ -αυτή τη λέξη είχε χρησιμοποιήσει- και εκείνη ανέλαβε τη θεραπεία του δωρεάν. Ομολογώ πως μου μπήκαν πονηρές σκέψεις στο μυαλό, βλέποντας τη στενή σχέση που είχαν δημιουργήσει. Γρήγορα όμως οι υποψίες μου εξαϋλώθηκαν, αφού διαπίστωσα πως επρόκειτο όντως για ένα προβληματικό άτομο. Και η αγαπημένη μου οδοντίατρος ήταν πάντα δοτική σ’ όποιον είχε ανάγκη. Μέχρι την ημέρα που επισκέφτηκα το ιατρείο της για να διαπιστώσω γιατί δεν απαντούσε στις κλήσεις μου, είχα ξεχάσει εντελώς την παρουσία του. Ναι σωστά, είχαμε συμφωνήσει να μιλήσουμε στα τέλη του περασμένου Ιούνη. Το θυμάμαι καλά, γιατί πριν μια βδομάδα είχε γίνει η παρουσίαση του βιβλίου μου, στην οποία η Βαλάση δεν ήρθε, παρότι μου είχε υποσχεθεί πως θα είναι παρούσα. Στην τελευταία μας συνάντηση, μου είχε παραδώσει ένα πακέτο με χειρόγραφες σημειώσεις της και εγώ θα αναλάμβανα να γράψω τη βιογραφία της. Ωστόσο δεν φάνηκε το βράδυ της παρουσίασης κι εγώ την αναζήτησα στο τηλέφωνο. Την καλούσα συνεχώς επί μέρες. Το κινητό της έδειχνε ότι είναι εκτός σύνδεσης και το σταθερό του ιατρείου δεν απαντούσε. Την ημέρα που επισκέφτηκα το ιατρείο της, αντίκρυσα ένα σημείωμα κολλημένο στην πόρτα της. ‘Το ιατρείο θα παραμείνει κλειστό λόγω θερινών διακοπών’, κάτι τέτοιο έγραφε…

Βγαίνοντας απ’ την πολυκατοικία, αναγνώρισα αμέσως τον υπάλληλο του καφέ-μπαρ που ήταν στο ισόγειο. Ήταν ο Παράσχος. Δίχως δεύτερη σκέψη, μπήκα στο μαγαζί και παράγγειλα καφέ. Μόλις ήρθε να με σερβίρει, τον ρώτησα ευθέως για την εξαφανισμένη οδοντίατρο. Του είπα για τις ανησυχίες μου και του ζήτησα να μου πει τι γνωρίζει για την υπόθεση. Υπαινίχτηκε τον ανήξερο και μου ζήτησε το λόγο που απευθύνομαι σ’ αυτόν –‘έναν απλό καφετζή-, όπως μου είπε. Δικαιολογήθηκα πως το κάνω λόγω της φιλικής σχέσης που ήξερα πως έχουν. Μου προξένησαν υποψίες οι νευρικές αντιδράσεις και οι αμήχανες απαντήσεις του. Έδειχνε πως ήθελε να με ξεφορτωθεί, επικαλούμενος πως πρέπει να γυρίσει στο πόστο του. Ωστόσο, το μαγαζί ήταν απολύτως άδειο εκείνη την ώρα.

Εκείνο που με κινητοποίησε και πήγα κατευθείαν στην αστυνομία, ήταν ο επίλογος στις σημειώσεις της Βαλάση:

‘Κι αν οι σελίδες αυτές απ’ τη ζωή μου, αποτυπώνουν ένα μικρό ανυπεράσπιστο κορίτσι, ο κρυφός μου πόθος είναι να βρω κάποιον να το δολοφονήσει’…

Στην αστυνομία πληροφορήθηκα πως δεν έχει δηλωθεί εξαφάνιση απ’ τον σύζυγο. Έμαθα μάλιστα από γνωστό μου πρόσωπο μέσα στο τμήμα πως, αν και τον ειδοποίησαν για την καταγγελία μου, εκείνος δήλωσε απροθυμία να βοηθήσει, αφού είχε απομακρυνθεί απ’ τη συζυγική εστία το τελευταίο διάστημα. Στράφηκα στους συγγενείς της, αλλά κι αυτοί δεν είχαν ιδέα για την τύχη της. Κι όπως ήδη γνωρίζετε, από κοινού με την αδερφή της Βαλάση, πήραμε την πρωτοβουλία να ξεκινήσουμε τις διαδικασίες αναζήτησής της”.

~ // ~

[«Κατά παραγγελία δολοφονία» - Aπ’ το οπισθόφυλλο του τελευταίου βιβλίου του Ε. Μοσκώφ]

Η πρόχειρα θαμμένη σορός μιας γυναίκας ανακαλύπτεται τυχαία από κυνηγόσκυλα, σε μια έρημη περιοχή του Μαρκόπουλου. Έχει πυροβοληθεί πισώπλατα από κοντινή απόσταση. Στ’ αυτιά της φοράει ωτασπίδες. Ο ιατροδικαστής εκτιμάει πως η δολοφονία διαπράχθηκε το τελευταίο 24ωρο.

Ένας νεαρός εμπλέκεται στην υπόθεση και οι έρευνες γρήγορα θα οδηγήσουν σ’ αυτόν. Μετά από αντιφάσεις, θα ομολογήσει πως εκτέλεσε την διακαή επιθυμία της οδοντιάτρου να την λυτρώσει απ’ το μαρτύριο που ζούσε. Οι σημειώσεις που είχε αφήσει η εκλιπούσα στον συγγραφέα -με την προοπτική να γραφεί η βιογραφία της-, αλλά και το γεγονός ότι δεν υπήρξε οικονομικό κίνητρο, ελάφρυναν την ποινή του δράστη, αλλά και δίχασαν την κοινή γνώμη.

Το όπλο του εγκλήματος βρέθηκε πεταμένο λίγα μέτρα μακριά απ’ το πτώμα. Η υπόθεση έκλεισε για την αστυνομία. Ωστόσο δεν ερευνήθηκε επαρκώς το γεγονός ότι το μικρό περίστροφο που έκοψε το νήμα ζωής της οδοντιάτρου, προερχόταν απ’ την προσωπική συλλογή του συζύγου της, την οποία διατηρούσε στην παράνομη γκαρσονιέρα που ενοικίαζε για τις εξωσυζυγικές του συνευρέσεις. Κι η γυναίκα του δεν είχε ποτέ πρόσβαση εκεί…”

Σημείωση: Το βιβλίο του Μοσκώφ διακρίθηκε ως «το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς». Ο διάσημος συγγραφέας θα αναζητήσει τον Παράσχο, μετά την αποφυλάκισή του, για να του αποδώσει μέρος των εισπράξεων και να προτείνει να του γράψει την βιογραφία του. Ο Παράσχος όμως είναι εξαφανισμένος…

ëΗ ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και είναι εμπνευσμένη απ’ την δολοφονία που συγκλόνισε την Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1994. Πληροφορίες και πηγή, εδώ:

[*] Η συμμετοχή μου στο νέο συγγραφικό δρώμενο: “Μια ιδέα – μια έμπνευση” που οργανώνει και συντονίζει ο Γιάννης μας στον ΗΔΥΠΟΤΟΝ

Στην κατηγορία «Μυστήριο» και με κεντρική ιδέα την παρακάτω φράση:

"Μια γυναίκα, επισκέπτεται έναν επώνυμο συγγραφέα. Τού κάνει μια ελκυστική πρόταση να της γράψει τη βιογραφία της. Ο συγγραφέας θα την αναζητήσει τις αμέσως επόμενες μέρες για να προχωρήσουν. Η γυναίκα όμως έχει εξαφανιστεί"

 


 [Oι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]


Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

«Τα χάπια σου, τα πήρες;»

 


Ήταν η καθιερωμένη ‘καληνύχτα’ τους λίγο πριν κλείσουν αποκαμωμένοι τα βλέφαρά τους και παραδοθούν στις αγκάλες του Μορφέα. Κι ας το ήξεραν καλά κι οι δυο τους πως ακολουθούσαν κατά γράμμα τις οδηγίες των γιατρών. Πιεσόμετρο, φάρμακα, γιαουρτάκι με λίγα λιπαρά και συγκινήσεις με ρέγουλο, ήταν η απαράβατη καθημερινότητά τους. Παρέα μ’ ένα παλιό μπαστούνι από ξύλο κρανιάς, ψηλόκορμο σαν τον Φιλάρετο, στηριγμένο στην αλουμινένια περπατούρα της Δαφνούλας του. Στην είσοδο της μικροσκοπικής γκαρσονιέρας τους, χωμένης σ’ ένα απ’ τα τεράστια συγκροτήματα γκρίζων πολυκατοικιών στο κέντρο της πόλης.

Θα σφηνώσει την κουβέρτα τρυφερά γύρω απ’ τους ώμους της, να μη βρει χαραμάδα η παγωνιά να τρυπώσει στο γέρικο κορμί της, κι αυτή θα κουρνιάσει στην αγκαλιά του και θα του υπενθυμίσει το ταξίδι που έχουν σ’ εκκρεμότητα και που όλο το αναβάλλουν και πως αύριο που θα έχει λιακάδα, είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία να πάνε ως εκεί. Θα της υποσχεθεί πως, αν ξημερωθούν κι έχουν δυνάμεις, θα πάρουν τα μπαστούνια τους και θα σύρουν τα βήματά τους ως την πλατεία. «Θα σε κεράσω και ρυζόγαλο απ’ το Πελίτ», θα της ψιθυρίσει στο ημίφως κι αυτή θα του γκρινιάξει πως θα τους ανέβει πάλι το ζάχαρο με τα καμώματά του αυτά. Κι όλο θα κουκουβίζει πλάι του, με τα πόδια της διπλωμένα μέσα στα δικά του, παλιά συνήθεια κι αυτή, από τότε που τουρτούριζαν στις υγρές χαμοκέλες της νιότης τους και ζεσταινόντουσαν απ’ τα χνώτα τους και μια λάμπα πετρελαίου.

Αν είχε όντως λιακάδα την επόμενη μέρα, θα ξεροστάλιαζαν ολημερίς στο σκουροπράσινο παγκάκι της πλατείας. Άραγε να ήταν ακόμα σκαλισμένα τα ονόματά τους στο ροζιασμένο ξύλο; «Με τόσα στρώματα βερνίκι που θα το ’χουν περάσει, θα έχουν σβήσει πια» θα της έλεγε στη διαδρομή. «Και τι μ’ αυτό;» θα του αποκρινόταν με πείσμα, «εμείς έχουμε τις μνήμες μας που δεν τις σβήνει κανένα βερνίκι!»

Αν είχε λιακάδα την επόμενη μέρα, θα γινόντουσαν ξανά δυο ερωτευμένα παιδιά που διεκδικούν αδιαπραγμάτευτα την ευτυχία τους. Θα αντάλλαζαν πεταχτά φιλιά και όρκους αγάπης και θα ξανασκάλιζαν τα ονόματά τους στο παγκάκι, κάτω απ’ το ασημένιο φως του φανοστάτη. Η διαδρομή ως την πλατεία, μια ευθεία δρόμος που παλιά την έκαναν με γρήγορες δρασκελιές, τώρα φάνταζε σαν μια οδύσσεια που ήθελε υπομονή και κουράγιο. «Όσο μπορείτε, να περπατάτε» ήταν η συμβουλή του γιατρού. Κι άντε να του εξηγήσεις τώρα του επιστήμονα πως τα ρημαγμένα πόδια κρέμονται σαν βαλσαμωμένα κούτσουρα στα γέρικα κορμιά. Πόδια που πενθούν για όσα δεν πρόλαβαν να περπατήσουν, πόδια που δεν πάτησαν ποτέ σε ηλιόλουστες λεωφόρους, παρά μονάχα σε καρόδρομους με αγκάθια και αγριόπετρες.

Ευτυχώς που δεν είχε λιακάδα την επόμενη μέρα. Άνοιξαν οι ουρανοί και ξέπλυναν με τα δάκρυα του Θεού τις ανομίες των ανθρώπων. Κομμένοι κορμοί δέντρων, λαμαρίνες θεόρατες που έκλειναν την πρόσβαση στην πλατεία, ξεριζωμένα παγκάκια, αποκεφαλισμένοι φανοστάτες, σκουριασμένες παιδικές κούνιες και ξεριζωμένα αγριολούλουδα απ’ τα άρβυλα των φρουρών της τάξης. Όλα τα συντρίμμια που είχαν αφήσει πίσω τους οι ταχυμεταφορείς της ανάπτυξης, έγιναν μια άμορφη μάζα φθαρτών υλικών.

Μανταλώσανε το παράθυρο να μη γλιστρήσει η βροχή απ’ τα φουσκωμένα κουφώματα. Οι αφίσες στον αντικρινό τοίχο μούλιασαν. Ένα παιδί είχε γράψει με κατακόκκινη μπογιά χτες βράδυ το σύνθημα. «ΑirBnb παντού – Γείτονες πουθενά». Πάνω στο κομοδίνο, το τικ τακ του ρολογιού ακούγεται σαν χαλασμένη βρύση που ξερνάει τις τελευταίες σταγόνες της κλεψύδρας. Σύμβαση ορισμένου χρόνου κατάντησαν τη ζωή. «Κι αυτοί οι συνταξιούχοι, δεν πεθαίνουν κιόλας… ζούνε αρκετά χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή τους» όπως είχε πει κάποτε κι ένας πολιτικός γυρολόγος.

«Τα χάπια σου, τα πήρες

Σαν το φυλλαράκι που έπεσε ηττημένο απ’ το κομμένο δεντρί της πλατείας, ακούστηκε η φωνή της. Πού πήγε και θυμήθηκε βραδιάτικα το παραπονιάρικο ηπειρώτικο που τραγουδάγανε παλιά στο κουζινάκι τους;

Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπιούμαι,
θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πααίνω.

 


ëΗ συμμετοχή μου στο δρώμενο «Στείλε μήνυμα» που οργανώνει η Mαίρη στη ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ της. Μια εικόνα και μια ιστορία, όπως ο καθένας μας την εμπνέεται και την εκφράζει. Η συγκεκριμένη είναι αφιερωμένη σε κάτι «πεισματάρηδες και κακομαθημένους συνταξιούχους» που αντί να πάνε να πεθάνουν, αυτοί κάθονται και αγαπιούνται. Οι αθεόφοβοι!...

Σάββατο 13 Μαΐου 2023

Μανάδες παντός καιρού

 



Mετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με την εκπρόσωπο των οικονομικών θεμάτων, το αίτημα ναυάγησε.

«Δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για έκτακτες παροχές. Το χρέος μας ξεπερνά κατά πολύ το εισόδημά μας και κινδυνεύει να μην είναι βιώσιμο».

«Δηλαδή δεν γίνεται να τις πάρω;»

«Όχι! Ίσως το 2024 και εφόσον καταφέρουμε να ενταχθούμε σ’ ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο. Άφησέ τις πίσω στο ράφι, τώρα αμέσως!»

Παρασκευή απόγευμα. Ταμείο νούμερο 6, σε μεγάλο σούπερ μάρκετ. Το αίτημα αφορούσε ένα κουτάκι καραμέλες, που το μεγαλύτερο εκ των τριών κοριτσιών της οικογένειας ζητούσε επιτακτικά να προσθέσουν στο καρότσι με τα λιγοστά ψώνια τους. Τα παρακάλια της ακολούθησαν διαμαρτυρίες και παράπονα. «Επειδή είμαι η μεγαλύτερη, μια ζωή με ρίχνεις, εμένα… τι ζητάω μωρέ;… ένα κουτάκι καραμέλες είναι…»

Οι καραμέλες επέστρεψαν άρον άρον στο ράφι τους και τέσσερις γυναικείες φιγούρες, απ’ όλη την ηλικιακή κλίμακα, αποχώρησαν προς την έξοδο σα δαρμένα σκυλιά. Η πιο μικρή της παρέας ίσως και να μην είχε κατανοήσει εντελώς τι είχε γίνει. Προχωρούσε με ανέμελα βηματάκια πίσω απ’ τις αδερφές της, χαζεύοντας τον κόσμο τριγύρω, τα καλάθια του νοικοκυριού και τα πολύχρωμα μπαλόνια μας εταιρείας που εμπορεύεται ρεύμα «σε απίστευτα χαμηλές τιμές».

Αύριο, ίσως να χαρίσει μια ζωγραφιά στη μητέρα της με καρδούλες και λουλούδια. Μεθαύριο, ίσως να θυμώσει κι αυτή για μια ανεκπλήρωτη επιθυμία της. Αργότερα που θα γίνει κι αυτή μητέρα, ίσως να φοράει το ίδιο φθαρμένο πανωφόρι και να σέρνει το καρότσι της ζωής με όση αξιοπρέπεια μπορέσει να διασώσει.

Κι όποιος δεν έχει δει μια τέτοια σκηνή από κοντά, καλύτερα να μη μιλάει για σκληρούς διαπραγματευτές και σπουδαίους τραπεζίτες που «καταστρώνουν σχέδια διάσωσης» και «πασχίζουν να εξοικονομήσουν κονδύλια», βουλιαγμένοι στη δερμάτινη πολυθρόνα του γραφείου τους. Είναι πολύ εύκολο να εποπτεύεις τράπεζες και δείκτες ρευστότητας. Αλλά είναι πολύ ζόρικο και θέλει γερό στομάχι να παραδέχεσαι δημόσια την ήττα σου στο παιδί σου.

Χρόνια πολλά σ’ όλες τις μανάδες που παλεύουν άγριους δράκους με φωτόσπαθα. Που τα βράδια καταστρώνουν σχέδια επιβίωσης, μετράνε κουπόνια, ψιλά και υπολείμματα αντοχών κι ύστερα ξαναγίνονται μικρά κορίτσια, φορούν το νεανικό τους φουστάνι και βουρκώνουν για τα ματαιωμένα τους όνειρα. Πίσω απ’ τα ερωτικά ραβασάκια της νιότης τους, ίσως να σημειώσουν τη λίστα με τα ψώνια της επόμενης βδομάδας. Κουτσουρεμένη πάντα, αλλά με περισσή ευθύνη. Και αγάπη.

Και με την προσδοκία να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα για ένα κουτάκι καραμέλες…

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Δαχτυλιές στα τζάμια

 


Όχι μωρέ, δεν ανησυχώ για εσάς. Σιγά που θα χολοσκάσω. Tα νεύρα μου έχω που λερώνετε τα τζάμια. Πάνω που τα είχα κάνει λαμπίκο. Ούτε ένα τόσο δα αλλόγλωσσο λεκεδάκι δεν υπήρχε. Όλα παστρικά, χριστιανικά και γαλανόλευκα. Κι αν περιμένετε τώρα με περισσό θράσος να σας ανοίξω την εξώθυρα, είστε γελασμένα. Δεν υποκύπτω στα παιδικά σας τσαλίμια, εγώ! Και να λέτε κι ευχαριστώ που δεν σας πυροβολώ στο δόξα πατρί. Που δεν σας βουτάω πίσω στη θάλασσα να σας φάνε οι σμέρνες. Που δεν σας περνάω απέναντι στο ξερονήσι να ψοφήσετε απ’ τη δίψα.

Tι παραμιλάς πάλι, ρε Παντελή; Ποιος σε πείραξε;

Τι ρωτάς κι εσύ; Δεν βλέπεις πώς ρήμαξε η ζωή μας; Φύγανε τα παιδιά μας μετανάστες κι ερήμωσε το νησί μας, Παναγή. Και σα να μην έφταναν τόσα βάσανα, μας κουβαλήθηκαν κι οι βρωμιάρηδες από τ’ αντικρινά παράλια.

Τι σου κάνανε δηλαδή; Εσύ ούτε που έχεις πατήσει ποτέ να συνδράμεις, κάθε που έχουμε διάσωση.

Aν είσαι χριστιανός!... Πώς είναι δυνατόν να συντρέχεις τους αλλόθρησκους;

Κι εσύ που είσαι, τι χριστιανικό κάνεις στη ζωή σου, ρε Παντελή;

Είναι να το ρωτάς; Δεν είμαι ολημερίς στο εκκλησάκι μας να το φροντίζω; Δεν το καθαρίζω ανελλιπώς, δεν ποτίζω τους βασιλικούς, δεν τρέχω κάθε μέρα στο ξεροβόρι για να τραβώ την τριχιά της καμπάνας μας, δεν ασπρίζω κάθε Λαμπρή τις πεζούλες, δεν ανάβω τα καντήλια κάθε που σουρουπώνει, δεν γυαλίζω τα τάματα και τα μανουάλια; Μα κάτι ερωτήσεις που κάνεις, καημένε!

Καλά όλα αυτά, Παντελή. Μόνο που έτσι τα ορίζει η εκκλησία κι όχι η χριστιανοσύνη μας.

Και ποιος είναι ο εκπρόσωπος του Χριστού μας, ωρέ Παναγή; Δεν είναι ο Δεσπότης μας; Οι άγιοι πατέρες μας; Αν δεν ακούσουμε τις δικές τους προσταγές, ποιανού τα φιρμάνια θα υπακούσουμε;

Να σε ρωτήσω κάτι που το ‘χω απορία, μωρέ Παντελή;

Και δε ρωτάς;

Τόσα ναυάγια γινήκανε στις ακτές μας. Τόσες φορές βγήκαμε μια χούφτα συγχωριανοί να τους περιμαζέψουμε απ’ τα μανιασμένα νερά, τόσα παγωμένα κορμάκια που ξέβγαλε αυτή η θάλασσα… και μια φορά δεν χτύπησες την καμπάνα!

Άλλη δουλειά δεν έχω, παρά να βαράω το σήμαντρο κάθε τρεις και λίγο. Και τι θα γινόταν δηλαδή, θα ζωντανεύαν οι πνιγμένοι;

Να καλέσεις τους χριστιανούς να ’ρθουν να κάνουν το χρέος τους, Παντελή. Κι αν δεν μπορούν να πέσουν στο νερό να σώσουν έναν συνάνθρωπο, τουλάχιστον να την χτυπούσες πένθιμα κάθε που τους παραχώνετε σ’ εκείνη τη χωματερή ψυχών στο διάσελο. Ούτε ένα κατευόδιο δεν αξίζουν οι δύσμοιροι; Έτσι το λέει η χριστιανοσύνη σου;

Εγώ δεν έχω τέτοια αρμοδιότητα. Η καμπάνα χτυπάει όπως το ορίζει ο ιερός κανόνας. Τα παράπονά σου στον Δεσπότη! Κι άσε με τώρα γιατί έχω να καθαρίσω όλα τα τζαμιλίκια. Δες πώς τα κάνανε τα βρωμόπαιδα! Όλη τη μέρα κρεμόντουσαν απ’ έξω σαν αγριοπούλια και σκούζανε στη γλώσσα τους. Χτίκιασα μέχρι να τα διώξω.

Στο καφενείο άκουσα πως τα πήρατε με τις πέτρες. Αληθεύει;

Και τι να κάναμε δηλαδή; Να τ’ αφήναμε να μπουν στην εκκλησιά μας; Να μολύνουν τα ιερά και τα όσιά μας; Μα τι μου λες, βρε Παναγή;

Σου λέω πως όσους δεν τους σκότωσαν οι πόλεμοι κι οι θάλασσες, τους αποτελειώσανε τα κοράκια, Παντελή. Βάρα εσύ την καμπάνα σου στον άγιο κι ύστερα πετροβόλα τους κατατρεγμένους. Άναβε τις καντήλες σου και γύρνα την πλάτη σου στα παιδιά που έρχονται ικέτες στα πόδια σου. Να το βράσω το τελετουργικό σου, Παντελή!

//

Τα τζάμια τ’ αναθεματισμένα δεν ξεθαμπώνανε με τίποτα. Λες κι είχαν χαραχτεί πάνω τους οι παιδικές μορφές που εκλιπαρούσαν ν’ ανοίξουν οι πύλες του παραδείσου. Κι έτσι όπως ανταμώσανε τα βλέμματα των παιδιών με τις μορφές των αγίων στο εσωτερικό του ναού, ακούστηκε άξαφνα το αναίτιο καμπάνισμα, από αόρατο χέρι που ανέμιζε δυνατά την τριχιά. Ο Παντελής σταυροκοπήθηκε. Η μανιασμένη φωνή του Παναγή απομακρυνόταν ολοένα, καθώς κατηφόριζε προς τη θάλασσα.

 // 

Τρίβε Παντελή, ξεπέτσιασε τα γυαλιά και τις πέτρες. Και κάθε που ακούγεται το ανεπίστρεπτο πετάρισμα μιας ψυχής, εσύ βάρα την καμπάνα σου. Τι αξία έχει ο θρηνητικός σπαραγμός μιας μάνας, μπροστά στο απαράβατο τελετουργικό σου; Πόσο πιο θλιβερή μπορεί να είναι μια θάλασσα που την ταΐζουμε ανθρώπινο κρέας, απ’ τη μάταιη συνειδητοποίηση πως η κλεψύδρα σου ξοδεύτηκε στα ντιν-νταν και στο παράχωμα πτωμάτων; Κι όταν αποκάμεις τα τζάμια, να δω πώς θα ξεσκοτεινιάσεις τη συνείδηση σου… Εκεί σε θέλω, κυρ Παντελή!

 


ëΗ συμμετοχή μου στον 5ο κύκλο της μίνι σκυτάλης, ένα δρώμενο που οργανώνει η Mary Pertax στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ. Με όχημα μια φωτογραφία, ταξιδεύουμε τις σκέψεις και ξεδιπλώνουμε τις ιστορίες μας. Καλή συνέχεια στους επόμενους “δρομείς” αυτής της υπέροχης συλλογικής διαδρομής.

 

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Γκαράζ, αποθήκη, WC και τζάκι

 


Ψωμί σιγοψημένο στο μαντέμι κι από πάνω λαδάκι κι αλάτι. Τότε που οι πολυβιταμίνες και τα συμπληρώματα διατροφής δεν είχαν ακόμα εισβάλλει στη ζωή μας και οι συνταγές που στύλωσαν κι ανάθρεψαν τη γενιά μας ήταν απλές κι αλάνθαστες.

Τα βράδια που το κρύο περόνιαζε το πετσί μας, η γριά μας η σόμπα άνοιγε την τεράστια αγκαλιά της και μας μάζευε τρυφερά κοντά της.  Άκουγε υπομονετικά τις κουβέντες, τους ψιθύρους, τους αναστεναγμούς ή τις κουρασμένες σιωπές μας και σαν να μας αποκρινόταν μέσα απ’ τη μαντεμένια χοάνη της που τσιτσίριζε η φωτιά. Στην επιφάνειά της σιγοψηνόταν ό,τι υπήρχε διαθέσιμο στο σπίτι.  Κάστανα χαραγμένα απ' τον πατέρα, πατάτες στο αλουμινόχαρτο ή λίγες φέτες ψωμί που είχε περισσέψει απ’ το μεσημέρι.

Κι ένα περίεργο πράγμα. Τέτοια νοστιμιά δεν γευτήκαμε από τότε, κι ας έχουμε προμηθευτεί υπερσύγχρονες κουζίνες και ντάνες τηγανιών σε όλα τα σχήματα και χρώματα.

Κι όσο περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν οι ανέσεις, τόσο η μνήμη παίρνει φόρα και τρέχει πίσω. Λες κι έχει ανάγκη ν' απλώσει ξανά τα χέρια της πάνω απ' το μαντεμένιο καπάκι, να ζεσταθούν τα τρίσβαθα της ψυχής, εκεί που φωλιάζανε οι ελπίδες και τα παιδικά μας όνειρα.

Το καλοριφέρ έχει σκουριάσει κι ένα σκούρο ζουμί λεκιάζει τα πλακάκια.

Αδιάφορο. Χρόνια τώρα, το έχουμε παροπλίσει στην πολυκατοικία.

Ευτυχώς η “γριά” μας δεν ζει πια. Τι καλαμπούρι θα μας έκανε που, πάλι με χρόνια με καιρούς, μ’ ένα μπιντόνι πετρέλαιο και δυο χοντροκούτσουρα θα ξεχειμωνιάσουμε.

Σκούριασε κι η τσίγκινη ταμπέλα του εργολάβου στην είσοδο.

«Γκαράζ, αποθήκη, WC και τζάκι»

Αυτό το τζάκι μάς έκαψε…

Για χάρη του την ξαποστείλαμε.

------------------------------------------------------------

[Η φωτογραφία της ανάρτησης προέρχεται απ' το διαδίκτυο και ανήκει στον δημιουργό της]

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Παραγωγικός βήχας

 


Τίποτα δεν έχω, μαμά. Όλα καλά, σου λέω. Τι έχει η φωνή μου δηλαδή; Α ναι, είναι ένας πονόλαιμος που με ταλαιπωρεί. Όχι, μην ανησυχείς, τίποτα σοβαρό. Χτες πήρα κι ένα σιρόπι για παραγωγικό βήχα και παστίλιες που ανακουφίζουν το λαιμό. Μα ναι σου λέω, πίνω βιταμίνες και προσέχω. Να, τώρα μόλις ετοίμασα ένα ζεστό ρόφημα. Όχι, μέλι δεν έχω, αλλά έσταξα λίγες σταγόνες λεμόνι που κάνουν καλό στον ερεθισμένο λαιμό.

Ναι, μαμά. Σκεπάζομαι καλά το βράδυ.

Όχι, δεν έχει καθόλου υγρασία εδώ. Ο καιρός είναι θαυμάσιος. Να σκεφτείς πως σου μιλάω απ’ το μπαλκόνι, τώρα. Είναι μια ηλιόλουστη μέρα με πεντακάθαρο αέρα, σου λέω, μαμά. Να ’βλεπες τι υπέροχη πόλη είναι εδώ, μαμά! Οι δρόμοι πεντακάθαροι, οι κήποι ανθηροί, τα προάστια τετραγωνισμένα και τα σπίτια ομοιόμορφα. Οι πλατείες είναι καλυμμένες με τεχνητό καταπράσινο γρασίδι, οι υπάλληλοι είναι συνεπείς στο ωράριό τους, οι μπυραρίες κλείνουν στην ώρα τους, τα νοσοκομεία έχουν σύγχρονα μηχανήματα, τα σχολεία μαθαίνουν στα παιδιά την πειθαρχία, οι ηλικιωμένοι αποσύρονται αδιαμαρτύρητα σε οργανωμένες μονάδες απομόνωσης, οι βιομηχανίες γιγαντώνονται, τα εργοστάσια παράγουν από σαμπουάν μέχρι αυτοκίνητα, τα εργατικά χέρια όσο πάνε και αβγατίζουν και οι δείκτες της οικονομίας πάνε περίφημα.

Ναι μαμά, όλα είναι παραγωγικά εδώ, μέχρι κι ο ίδιος ο βήχας μου. Μην ανησυχείς, όλα είναι αλφαδιασμένα στη ζωή μου. Δουλεύω σκληρά και αμοίβομαι κανονικά. Στην προκαθορισμένη μέρα και ώρα. Ο προϊστάμενός μου μού είπε πως, αν καταφέρω να πιάσω το στόχο μου, θα πάρω και μπόνους παραγωγικότητας! Θα βάλω τα δυνατά μου και θα τα καταφέρω, μαμά. Δεν έχω κι άλλη επιλογή, βλέπεις. Όσοι δεν τα καταφέρνουν, τούς κόβεται αρχικά ο βήχας και στη συνέχεια καταργείται η θέση τους.  

Κι εμένα με πονάει ο λαιμός μου, μαμά…

Τις προάλλες, έφαγα τον τόπο να βρω λίγο φασκόμηλο. Περίεργο δεν είναι; Παράγει τα πάντα αυτή η χώρα και δεν υπάρχει μια σπιθαμή χώμα που να φυτρώνουν άγρια βότανα. Να μου στείλεις ένα ματσάκι όταν μπορέσεις. Μόνο, τύλιξέ το καλά. Να μη χαθεί το άρωμά του…



ëΗ συμμετοχή μου στον 4ο κύκλο της μίνι σκυτάλης, ένα δρώμενο που οργανώνει η Mary Pertax στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ. Με όχημα μια φωτογραφία, ταξιδεύουμε τις σκέψεις και ξεδιπλώνουμε τις ιστορίες μας. Καλή συνέχεια στους επόμενους “δρομείς” αυτής της υπέροχης συλλογικής διαδρομής.


Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

«Γ» όπως Γυναίκα

 


«Α» όπως Άνοια, σκέφτηκε. «Θ» όπως Θυσίες. «Γ» όπως Γέννες. «Φ» όπως Φροντίδα. «Ξ» όπως Ξενύχτια. «Π» όπως Πόνος. «Γ» όπως Γηρατειά. «Μ» όπως Μοναξιά, «Φ» όπως Φόβος. Τα δάκρυα που έτρεχαν απ’ τα μάτια της στη διάρκεια της εξέτασης, τα δικαιολόγησε στο γιατρό, πως «είναι απ’ τις διασταλτικές σταγόνες που μου βάλατε».

«Τα πήγατε περίφημα στην εξέταση. Είστε τυχερή. Θα πρέπει να έχετε κλάψει πολύ στη ζωή σας», της είπε ο οφθαλμίατρος καθώς έσβηνε τον οπτομετρικό πίνακα. «Αυτή η  υπερβολική δακρύρροια ξέρετε, σάς προστάτεψε από ξηροφθαλμίες και ερυθρότητες. Και η πρεσβυωπία σας έμεινε σταθερή, πράγμα σπάνιο για την ηλικία σας. Μπράβο σας!» Να που βγήκε και κάτι ωφέλιμο απ’ τα τόσα κλάματα, μονολογούσε σαρκαστικά μπροστά στον καθρέφτη του ασανσέρ. Βουρκωμένη -από χαρά αυτή τη φορά- βγήκε στην ηλιόλουστη μέρα.

Η εξέταση ρουτίνας πήγε θαυμάσια και καταπώς το συνήθιζε από χρόνια, κοντοστάθηκε στο μικρό καφέ του πεζόδρομου για να κεράσει ένα περιποιημένο πρωινό τον εαυτό της. «Περιμένετε παρέα;» την ρώτησε ευγενικά η σερβιτόρα. «Όχι πια, κορίτσι μου». Παράγγειλε στην κοπέλα που την κοιτούσε χαμογελαστή, έβαλε τα πρεσβυωπικά γυαλιά κι έσκυψε στο βιβλίο της. Βάσανο να μην έχεις κάτι ή κάποιον να περιμένεις. Να ’χεις διεκπεραιώσει με επιτυχία όλες τις αναμονές του βίου σου και να σκαρώνεις τώρα νοητές εκκρεμότητες για να ’ναι το μυαλό σε λειτουργία.

«Έχετε λίγο χρόνο;» τη ρώτησε δειλά η κοπέλα, καθώς άφηνε το φλιτζάνι μπροστά της.

«Aπό χρόνο άλλο τίποτα, κορίτσι μου. Δεν ξέρω μάλιστα πώς να τον ξοδέψω», απάντησε η ηλικιωμένη γυναίκα, παρατηρώντας την κοπέλα πάνω απ’ τα γυαλιά της.

«Ξέρετε, αυτό το διάστημα, κάνω τη μεταπτυχιακή μου εργασία. Σπουδάζω ψυχολογία με ειδίκευση στην τρίτη ηλικία. Συγγνώμη αν σας φέρνω σε δύσκολη θέση, αλλά θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε για τη ζωή σας. Φαίνεστε μια γοητευτική προσωπικότητα».

«Εγώ γοητευτική; Σε καλό σου κορίτσι μου, ξέρεις πόσο χρονών είμαι;»

«Τα μάτια μαρτυράνε την ηλικία του ανθρώπου. Κι εσείς έχετε δροσερό και λαμπερό βλέμμα. Λοιπόν, θα μου παραχωρήσετε λίγο απ’ το χρόνο σας, κάποια στιγμή; Μόνο να μου φέρετε λίγες λέξεις όταν συναντηθούμε. Μπορείτε;”

«Tι λέξεις δηλαδή;» Κατέβασε τα γυαλιά της και κοίταξε παραξενεμένη την κοπέλα.

«Φανταστείτε πως είστε στο γιατρό και σας ζητάει να του διαβάσετε γράμματα και αριθμούς, για να ελέγξει την όρασή σας. Εγώ θα ήθελα να μου διαβάσετε τις λέξεις που έχετε κρυμμένες μέσα σας. Τι λέτε;»

«Θα προσπαθήσω… Δεν μου έχουν ξαναζητήσει τέτοιο πράγμα».

«Είναι τόσο απλό, ωστόσο λίγοι άνθρωποι αφιερώνουν ελάχιστο απ’ το χρόνο τους για να το κάνουν. Παρατηρείστε τον εαυτό σας στη διάρκεια της ημέρας και το βράδυ σημειώστε τις λέξεις σας. Εν ανάγκη, ανακαλύψτε ένα καινούργιο γλωσσάρι που θα εκφράζει αυτό που είστε σήμερα, μετά από τόση διαδρομή που έχετε διανύσει. Είναι ένα μαγικό ταξίδι, θα δείτε!»

Έφυγε φουριόζα απ’ το καφέ, με μιαν άγρια χαρά να την έχει κυριεύσει. Είχε πάλι ένα σωρό πράγματα να φροντίσει. Σημειωματάριο, μολύβια, γόμες. Μνήμες, απουσίες, ενθύμια. Φωτογραφίες, γράμματα, νυφιάτικα στέφανα και βαφτιστικούς σταυρούς. Σελιδοδείκτες στο βιβλίο της ζωής της που έπρεπε ν’ ανατρέξει. Να βρει τις λέξεις που τις έχει προσπεράσει αλλά αυτές περιμένουν υπομονετικά να τις δει κατάματα. Έστω και με τα πρεσβυωπικά μάτια της.

«Γ» όπως Γυναίκα, σκέφτηκε στο δρόμο της επιστροφής.

Γενναίο που είναι να ’χεις ποτίσει χωράφια με τα δάκρυά σου!

Φωτογραφία: ΚΩΣΤΑΣ ΚΙΤΣΟΣ “ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑ”

ëH φωτογραφία πήρε το 3ο βραβείο στο φωτογραφικό διαγωνισμό «Η εικόνα μιας λέξης»

 

 

 

 

Τετάρτη 20 Απριλίου 2022

Με δανεικό βεγγαλικό

 

Γι’ αυτούς που η νηστεία είναι από ανάγκη κι όχι από θρησκευτική επιλογή…

Γι’ αυτούς που καθόλου δεν ανησυχούν μην βάλουν παραπανίσια κιλά την περίοδο των γιορτών…

Γι’ αυτούς που δεν θα ζήσουν -ίσως ποτέ- μια εορταστική απόδραση στο γραφικό Γαλαξίδι ή σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί…

Γι’ αυτούς που δεν αγωνιούν πόσα μποφόρ θα φυσάει στο Αιγαίο τις παραμονές των γιορτών ή αν εξελίσσεται ομαλά η κίνηση στις εθνικές οδούς…

Γι’ αυτούς που αδιαφορούν για τις τιμές του οβελία ή της γαλοπούλας ή το κόστος του γιορταστικού τραπεζιού…

Γι’ αυτούς που δουλεύουν ανήμερα του Πάσχα για να πάρουν το επιπλέον 75% του ημερομισθίου τους…

Ή γι’ αυτούς που δουλεύουν σ’ όλα τα ανήμερα γιατί πρέπει να εξυπηρετήσουν τους υπόλοιπους που απολαμβάνουμε τις αργίες…

Γι’ αυτούς που σηκώνουν ισοβίως το σταυρό της επιβίωσης, δίχως να ελπίζουν σε κάποια επικείμενη Ανάσταση…

Γι’ αυτούς που τα πυροτεχνήματα μιας Ανάστασης ή μιας Πρωτοχρονιάς, ηχούν σαν ανελέητοι βομβαρδισμοί στα μοναχικά τους σπίτια, ή στα δωμάτια που φιλοξενούν τις κουρασμένες τους υπάρξεις…

Γι’ αυτούς που σπρώχνουν ευγενικά τις γιορτές απ’ το κατώφλι τους, γιατί οι γιορτές θέλουν στολίδια και δώρα, θέλουν τις κατσαρόλες γεμάτες και τους φούρνους να ψήνουν αφράτα τσουρεκάκια και θέλουν και παιδάκια χαρούμενα να πλάθουν κουλουράκια με τις μαμάδες τους, θέλουν σπίτια να μυρίζουν ήλιο κι αλεύρι για όλες τις χρήσεις και θέλουν καινούργια παπούτσια και κάρτες αλλαγής και λαμπαδόκουτα και σακούλες γεμάτες να πηγαινοέρχονται στους δρόμους, θέλουν, και τι δε θέλουν οι άτιμες…

Κι άντε να εξηγήσεις στο Λενάκι να μην ανησυχεί, γιατί βγαίνουμε σταδιακά απ’ την κρίση και πως το χρέος είναι ένα τικ βιώσιμο, σε αντίθεση με τον μπαμπά που έσκασε απ’ τη στεναχώρια του γιατί έμεινε άνεργος και πως η μαμά δε γινόταν να είναι κοντά της το βράδυ της Ανάστασης γιατί είχε βάρδια λάντζα στην οικογενειακή ταβέρνα «Η ωραία Ελλάς» και πως τα βεγγαλικά που άκουγε μοναχή της τα μεσάνυχτα απ’ την κοντινή εκκλησία, ήταν για μια Ανάσταση που δεν την αφορά ακόμα…

Και πως το δικό της βεγγαλικό, θέλει πολλές σταυρώσεις ακόμα για να λάμψει.

«Χρόνια πολλά κοριτσάκι μου, να προσέχεις μέχρι να γυρίσω… θα φέρω και λίγη μαγειρίτσα να φάμε παρέα το πρωί… σ’ αφήνω, έχω πολλή δουλειά απόψε… σ’ αγαπώ πολύ…»

Ένα κοριτσίστικο βλέμμα κολλημένο στο τζάμι του παραθύρου. Ο ουρανός να σκίζεται από πολύχρωμα βεγγαλικά κι οι καμπάνες να παιανίζουν χαρμόσυνα την ανάσταση του Χριστού.

Καρφώνει τα μάτια της ψηλά. «Να έχω κι εγώ ένα βεγγαλικό σε παρακαλώ; Μόνο ένα…»

& & & &

 

ëΑπ’ το βιβλίο μου «Στα παπούτσια των άλλων» - εκδόσεις 24γράμματα

Πέντε χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή του, τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Η “ωραία Ελλάς” εξακολουθεί να βγαίνει (πολύ) σταδιακά απ’ την κρίση.

Και οι τηλεοράσεις βοούν το ίδιο βασανιστικό ερώτημα:

«Πόσο θα κοστίσει φέτος το πασχαλινό τραπέζι;» Απευθείας σύνδεση με τη Βαρβάκειο αγορά, δημοσιογράφοι και μικρόφωνα ανάμεσα σε τσιγκέλια με σφαγμένους αμνούς, πηχτό αίμα που ρέει και εμβόλιμες διαφημίσεις με ρουλέτες και καζίνο.

Μόνο το Λενάκι έχει μεγαλώσει, παραιτημένο, ίσως, απ’ την προσδοκία μιας Ανάστασης. ë

 


(Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)

Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Ο γαλαζοαίματος πιερότος

 


(3 χρόνια πριν – απόσπασμα δικαστικού ρεπορτάζ)

Κηφισίας και Πανόρμου, πρωινό 14ης Μαρτίου. Αυτοκίνητο εμβολίζει διερχόμενη. Η άτυχη γυναίκα γλυτώνει το μοιραίο, αλλά μένει παράλυτη. Ο νεαρός οδηγός του οχήματος επιμένει στην τροχαία ότι η γυναίκα παραβίασε κόκκινο σηματοδότη. Στο δικαστήριο που γίνεται μετά από δύο χρόνια, αφού μεσολάβησαν απανωτές αναβολές απ’ την πλευρά του οδηγού, ο συνήγορός του υποστηρίζει ότι το ατύχημα προκλήθηκε με υπαιτιότητα της πεζής που πετάχτηκε στο οδόστρωμα, σαν να επεδίωκε να τραυματιστεί. Οι έντονες διαμαρτυρίες της πολιτικής αγωγής καταρρίπτονται. Η έδρα πείστηκε για το ακαταλόγιστο του θύματος. Θλιβερή φιγούρα στο δικαστήριο, πλάι στη γυναίκα που παρακολουθεί αμίλητη στο αναπηρικό αμαξίδιο, η νεαρή κόρη της που κλαίει διαρκώς και ουρλιάζει για “στημένη δίκη”. Ο Πρόεδρος την αποβάλλει απ’ την αίθουσα. Η δικαστική απόφαση δεν δικαιώνει το θύμα που απαιτεί, τουλάχιστον, αποζημίωση για δαπάνες νοσηλείας. Τουναντίον, τής επιβάλλει καταβολή δικαστικών εξόδων στον αντίδικο. Το γεγονός ότι ο νεαρός είναι γόνος επιφανούς οικογένειας, απασχόλησε νεαρή δημοσιογράφο που ερεύνησε την υπόθεση. Μετά από μεταμεσονύχτια εκπομπή σε κανάλι μικρής εμβέλειας, ο φάκελος σφραγίζεται. Κάποιοι μίλησαν για ωμή παρέμβαση στη δικαιοσύνη και βιαστικό κουκούλωμα. Ο νεαρός, με επιτηδευμένη φιλευσπλαχνία, αποποιείται των δικαστικών εξόδων και δηλώνει δημόσια ότι ουδεμία απαίτηση έχει απ’ τη “συμπαθή γυναίκα”.

«Σιγά τα λεφτά, τόσα ξοδεύω για ένα μπουκάλι προσέκο στο Λίντο», δήλωνε σαρκαστικά στην παρέα του. Λίγο αργότερα, θα πέταγαν ως τη Βενετία για να ζήσουν το απόλυτο ξεφάντωμα στο τοπικό καρναβάλι.

         

Η πρόταση για απόδραση στη Βενετία την θύμωσε. Πώς θα άντεχε στην αχανή αίθουσα του αεροδρομίου; Η αγοραφοβία της επιδεινώθηκε μετά την καραντίνα. Στο βραχύβιο ειδύλλιό τους, το μόνο που μοιραζόντουσαν ήταν το κρεβάτι και βόλτες με το σκάφος του στο Σαρωνικό. Η Σέβη είχε εντυπωσιαστεί απ’ την ερωτική του πολιορκία στη διάρκεια μεσημεριανής εκπομπής. Ως μέλος της συντακτικής ομάδας, η πρωτόβγαλτη τότε ρεπόρτερ, του είχε πάρει συνέντευξη για τη διάκρισή του στα βραβεία επιχειρηματικότητας. Τελικά, υπέκυψε στις ανθοδέσμες με τις φλογερές αφιερώσεις. Το πρώτο τους ρομαντικό δείπνο, κατέληξε σε προσωπικές εξομολογήσεις και τρυφερές περιπτύξεις. Δεν του έκρυψε τα οικτρά οικονομικά της και τις κρίσεις πανικού που την ταλαιπωρούσαν. Κι εκείνος ένιωσε κάτι πρωτόγνωρο. Την ανάγκη να την προστατεύσει και να την βάλει στον αστραφτερό κόσμο του.

«Το ταξίδι δώρο στο μωράκι μου». Η Σέβη τον θυμόταν συγκινημένη, καθώς προσγειωνόντουσαν στο αεροδρόμιο Μάρκο Πόλο. Μετά από μια στάση στο ιστορικό καφέ Quardi, περπατούσαν αγκαλιασμένοι στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, απολαμβάνοντας το σαγηνευτικό ηλιοβασίλεμα στα νερά της λιμνοθάλασσας. Πολύχρωμα φανάρια στόλιζαν τις πλατείες. Υπαίθριες μπάντες έπαιζαν μουσικές του Βιβάλντι. Ορδές από πιερότους και κολομπίνες αυτοσχεδίαζαν με ηδυπάθεια. Η οργιαστική έκρηξη χρωμάτων ζωντάνευε τους θρύλους και τη μελαγχολία των παλατιών της μικρής πόλης. Μεθυσμένη απ’ το πανδαιμόνιο, δεν αντιλήφθηκε τον Τίμο να καταρρέει στα πόδια της.

Η βενετσιάνικη μάσκα έκρυβε τους μορφασμούς πόνου που, σίγουρα θα είχε, όπως αποφάνθηκαν αργότερα οι γιατροί. Η κυάνωση του προσώπου είναι χαρακτηριστική στη δηλητηρίαση με υδροκυάνιο. Όχι, δεν ήπιαν το ίδιο ρόφημα. «Εγώ καπουτσίνο κι εκείνος ζεστή σοκολάτα. Ζήτησα να δοκιμάσω τη σοκολάτα του που είναι διάσημη σ’ αυτό το μαγαζί και αρνήθηκε. Παραξενεύτηκα…Είχε κρίσεις πανικού. Προφανώς είχε προσχεδιάσει την αυτοκτονία του. Πίσω απ’ τη μάσκα του επιτυχημένου επιχειρηματία κρυβόταν ένα φοβισμένο πλάσμα».

Απαρηγόρητη, πετούσε πίσω στην Αθήνα. Βυθίστηκε στις μνήμες της. Το πρόσωπό του αλλοιωμένο απ’ τους σπασμούς, καθώς του ψιθύριζε: «Για εκείνη τη γυναίκα που σακάτεψες, αγάπη μου». Μυστήριο πώς την αναγνώρισε πίσω απ’ τη μάσκα. Ένα κορίτσι που μυξόκλαιγε στο δικαστήριο, μια νεαρή δημοσιογράφος με μυωπικά γυαλιά σε τηλεοπτική εκπομπή, μια ξανθιά καλλονή που εργαζόταν στην κοσμική στήλη ενός καναλιού. Αύριο κιόλας θα ετοίμαζε ένα σπαραξικάρδιο ρεπορτάζ για τον απροσδόκητο χαμό του γαλαζοαίματου πιερότου.

         

 


To διήγημα συμμετείχε στο δρώμενο «Μια εικόνα 6 λέξεις» που οργανώνει και φιλοξενεί στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ, η Mary Pertax.

Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου την οικοδέσποινα για την πρωτοβουλία και την άψογη φιλοξενία στο ζεστό της χώρο. Θερμές ευχαριστίες και στους συνταξιδιώτες φίλους που συμμετείχαν με τις δημιουργίες τους. Εις το επανιδείν λοιπόν!...